Μενού
Αρχική / Ενθετα - Αφιερώματα / Χιούμορ - Γέλιο / Γεώργιος Σουρής – Ανθολογία της Οικονομίας

Γεώργιος Σουρής – Ανθολογία της Οικονομίας

Γεώργιος Σουρῆς (1853-1919): σατιρικὸς ποιητὴς ἀπὸ τὴν Σύρο, ἐξέδιδε ἐπὶ μακρὸν τὴν καθὅλα ἔμμετρη ἐφημερίδα «ὁ Ῥωμηός»

Ἀνθολογία τῆς Οἰκονομίας

Ποιὸς εἶδε κράτος λιγοστὸ
σ᾿ ὅλη τὴ γῆ μοναδικό,
ἑκατὸ νὰ ἐξοδεύῃ
καὶ πενήντα νὰ μαζεύῃ;

Νὰ τρέφῃ ὅλους τοὺς ἀργούς,
νἄχῃ ἑπτὰ Πρωθυπουργούς,
ταμεῖο δίχως χρήματα
καὶ δόξης τόσα μνήματα;

Νἄχῃ κλητῆρες γιὰ φρουρὰ
καὶ νὰ σὲ κλέβουν φανερά,
κι ἐνῷ αὐτοὶ σὲ κλέβουνε
τὸν κλέφτη νὰ γυρεύουνε;
* * *
Κλέφτες φτωχοὶ καὶ ἄρχοντες μὲ ἅμαξες καὶ ἄτια,
κλέφτες χωρὶς μία πῆχυ γῆ καὶ κλέφτες μὲ παλάτια,
ὁ ἕνας κλέβει ὄρνιθες καὶ σκάφες γιὰ ψωμὶ
ὁ ἄλλος τὸ ἔθνος σύσσωμο γιὰ πλούτη καὶ τιμή.
* * *
Ὅλα σ᾿ αὐτὴ τὴ γῆ μασκαρευτῆκαν
ὀνείρατα, ἐλπίδες καὶ σκοποί,
οἱ μοῦρες μας μουτσοῦνες ἐγινῆκαν
δὲν ξέρομε τί λέγεται ντροπή.
* * *
Ὁ Ἕλληνας δυὸ δίκαια ἀσκεῖ πανελευθέρως,
συνέρχεσθαί τε καὶ οὐρεῖν εἰς ὅποιο θέλει μέρος.
* * *
Χαρὰ στοὺς χασομέρηδες! χαρὰ στοὺς ἀρλεκίνους!
σκλάβος ξανάσκυψε ὁ ρωμιὸς καὶ δασκαλοκρατιέται.
* * *
Γι᾿ αὐτὸ τὸ κράτος, ποὺ τιμᾶ τὰ ξέστρωτα γαϊδούρια,
σικτὶρ στὰ χρόνια τὰ παλιά, σικτὶρ καὶ στὰ καινούργια!
* * *
Καὶ τῶν σοφῶν οἱ λόγοι θαρρῶ πὼς εἶναι ψώρα,
πιστὸς εἰς ὅ,τι λέγει κανένας δὲν ἐφάνη…
αὐτὸς ὁ πλάνος κόσμος καὶ πάντοτε καὶ τώρα,
δὲν κάνει ὅ,τι λέγει, δὲν λέγει ὅ,τι κάνει.
* * *
Σουλούπι, μπόϊ, μικρομεσαῖο,
ὕφος τοῦ γόη, ψευτομοιραῖο.
Λίγο κατσούφης, λίγο γκρινιάρης,
λίγο μαγκούφης, λίγο μουρντάρης.
Σπαθὶ ἀντίληψη, μυαλὸ ξεφτέρι,
κάτι μισόμαθε κι ὅλα τὰ ξέρει.
Κι ἀπὸ προσπάππου κι ἀπὸ παπποῦ
συγχρόνως μποῦφος καὶ ἀλεποῦ.
* * *
Καὶ ψωμοτύρι καὶ γιὰ καφὲ
τὸ «δὲ βαρυέσαι» κι «ὢχ ἀδερφέ».
Ὡσὰν πολίτης, σκυφτὸς ραγιᾶς
σὰν πιάσει πόστο: δερβεναγᾶς.

Θέλει ἀκόμα -κι αὐτὸ εἶναι ὡραῖο-
νὰ παριστάνει τὸν εὐρωπαῖο.
Στὰ δυὸ φορώντας τὰ πόδια πού ῾χει
στό ῾να λουστρίνι, στ᾿ ἄλλο τσαρούχι.
* * *
Δυστυχία σου Ἑλλάς, μὲ τὰ τέκνα ποὺ γεννᾶς.
Ὦ Ελλάς, ἡρώων χώρα, τί γαϊδάρους βγάζεις τώρα;

* * *
 

 

ΜΥΡΩΜΕΝΟΙ ΣΤΙΧΟΙ

Τίποτε δεν απόμεινε στον κόσμο πια για μένα,
όλα βρωμούν τριγύρω μου και φαίνονται χεσμένα.
Όλα σκατά γενήκανε και ο δικός μου κώλος
σκατά εγίνηκε κι αυτός, σκατά ο κόσμος όλος.
Μόνο σκατά φυτρώνουνε στον τόπο αυτό τον άγονο
κι όλοι χεσμένοι είμαστε, σκατάδες στο τετράγωνο.
Μας έρχεται κάθε σκατάς, θαρρούμε πως σωθήκαμε,
μα μόλις φύγει βλέπομε πως αποσκατωθήκαμε.
Σκατά βρωμάει τούτος δω, σκατά βρωμά κι εκείνος,
σκατά βρωμάει το σκατό, σκατά βρωμά κι ο κρίνος.
Σκατά κι εγώ, μες στα σκατά, και με χαρτί χεσμένο
ό,τι κι αν γράψω σαν σκατό προβάλλει σκατωμένο.
Σκατά τα πάντα θεωρώ και χωρίς πια να απορώ,
σκατά μασώ, σκατά ρουφώ, σκατά πάω να χέσω,
απ’ τα σκατά θα σηκωθώ και στα σκατά θα πέσω.
Όταν πεθάνω χέστε με, τα κόλλυβά μου φάτε
Και πάλι ξαναχέστε με και πάλι ξαναφάτε,
μα απ’ τα γέλια τα πολλά κοντεύω ν’ αρρωστήσω
και δεν μπορώ να κρατηθώ, μου φεύγουν από πίσω.
Σκατά ο μεν, σκατά ο δε, σκατά ο κόσμος όλος
κι απ’ το πολύ το χέσιμο μου πόνεσε ο κώλος!
 
Ο Γεώργιος Σουρής (2 Φεβρουαρίου 1853 – 26 Αυγούστου 1919) ήταν ένας από τους σπουδαιότερους σατιρικούς ποιητές της νεότερης Ελλάδας, έχοντας χαρακτηριστεί ως «σύγχρονος Αριστοφάνης».
Στις 2 Απριλίου 1883, σε ηλικία 30 ετών έβγαλε το πρώτο φύλλο της εφημερίδας τουπου ο Γεώργιος Δροσίνης τη βάφτισε «Ρωμηός», που ήταν μια έμμετρη εβδομαδιαία σατιρική εφημερίδα. Τον Αύγουστο έδωσε εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο, αλλά κόπηκε «μετά πολλών επαίνων», όπως σατιρίζει, στη μετρική.

Αφήστε μια απάντηση