Μενού
Αρχική / Εγκυκλοπαίδεια / Ιστορία / Κείμενα του 1821 / Ελεύθεροι Πολιορκημένοι (ποιήμα)

Ελεύθεροι Πολιορκημένοι (ποιήμα)

1. Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει
Λαλεί πουλί, παίρνει σπειρί, κ’ η μάνα το ζηλεύει.
Τα μάτια η πείνα εμαύρισε στα μάτια η μάνα μνέει
Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα, και κλαίει:
“Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ’ έχω ‘γω στο χέρι;
Οπού συ μούγινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει.”

2. Ο Απρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε
κι οσ’ άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ’ άρματα σε κλειούνε.
Και μες τη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι,
Κι’ ολόλευκο εσύσμιξε με τ’ ουρανού τα κάλλη.

3. Και μες της λίμνης τα νερά, οπ’ έφθασε μ’ ασπούδα
Έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα,
Που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο
Το σκουληκάκι βρίσκεται σ’ ώρα γλυκιά κ’ εκείνο.


4. Μάγεμα η φύσις κι’ όνειρο στην ομορφιά και χάρη,
Η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι
Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κρένει:
Όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει.


Αφήστε μια απάντηση