Μενού

Σουλιώτικο

Τρία μπαϊράκια φαίνονται ‘ποκάτω από το Σούλι.
Το’ να’ ναι του Μουχτάρ πασά, τ’ άλλο του Σελιχτάρη,
Το τρίτο το καλύτερο είναι του Μιτσομπόνου.
Μια παπαδιά τ’ αγνάντεψεν από ψηλή ραχούλα:
«Που ‘στε του Λάμπρου τα παιδιά, που ‘στεν οι Μποτσαραίοι;
Αρβανιτιά μας πλάκωσε, θέλει να μας σκλαβώσει».
«Ας έρτουν οι παλιότουρκοι, τίποτε δε μας κάνουν!
Ας έρτουν πόλεμο να ιδούν και Σουλιωτών τουφέκια,
να μάθουν Λάμπρου το σπαθί, Μπότσαρη το τουφέκι,
τ’ άρματα των Σουλιώτισσων, της ξακουσμένης Χάιδως».
Κι ο Κουτσονίκας φώναξεν από το μετερίζι:
«Παιδιά, σταθείτε στέρεα, σταθείτε αντρειωμένα,
Γιατ’ έρχεται ο Μουχτάρ πασας με δώδεκα χιλιάδες».


Ο πόλεμος αρχίνησε κι άναψαν τα τουφέκια.
Τον Ζέρβα και τον Μπότσαρη εφώναξε ο Τζαβέλας:
«Παιδιά μ’ ήρθ’ η ώρα του σπαθιού κι ας πάψει το τουφέκι».
Κι όλοι έπιασαν και σπάσανε τις θήκες τω σπαθιώ τους.
Τους Τούρκους βάνουνε μπροστά, τους βάνουν σαν κριάρια.
Αλλοι έφευγαν κι άλλοι έλεγαν «Πασά μου, ανάθεμά σε!
Μέγα κακό μας έφερες τούτο το καλοκαίρι,
εχάλασες τόση Τουρκιά, σπαήδες κι Αρβανίτες.
Δεν είν’ εδώ το Χόρμοβο, δεν είν’ η Λαμποβίτσα,
εδώ είν΄ το Σούλι το κακό,εδώ είν’ το Κακοσούλι,
που πολέμουν μικρά παιδιά, γυναίκες σαν τους άντρες,
που πολεμάει η Τζαβέλαινα σαν άξιο παλικάρι».


Κι ο Μπότσαρης εφώναξε με το σπαθί στο χέρι:
«Ελα, πασά, τι κάκιωσες καί φεύγεις με μενζίλι;
Γύρισ’ εδώ στον τόπο μας, στην έρημη την Κιάφα,
Εδώ να στήσεις το θρονί, να γένεις καί σουλτάνος».


Αφήστε μια απάντηση