Ντάμκα (η) = λεκές, σφραγίδα
Συνέχεια »Ντάμκα
15 Ιανουαρίου, 2007Κοζανίτικο γλωσσάριο
Προσπάθεια δημιουργίας ενός κοζανητικού λεξικού με φράσεις και λέξεις από την όμορφη Κοζάνη.
15 Ιανουαρίου, 2007Κοζανίτικο γλωσσάριο
Ντάμκα (η) = λεκές, σφραγίδα
Συνέχεια »26 Νοεμβρίου, 2006Κοζανίτικο γλωσσάριο
Μιτζ’μένους (επιθ.) = μεθυσμένος
Συνέχεια »26 Νοεμβρίου, 2006Κοζανίτικο γλωσσάριο
Μόλ’τσα (η) = σκόρος Εκφραση = “μόλ΄τσα μι κουκούλ’ ” για γυναίκα στρίγγλα (χολέρα)
Συνέχεια »26 Νοεμβρίου, 2006Κοζανίτικο γλωσσάριο
Μπουλάκιμ’ = μακάρι
Συνέχεια »26 Νοεμβρίου, 2006Κοζανίτικο γλωσσάριο
Μπάριμ’ = τουλάχιστον
Συνέχεια »26 Νοεμβρίου, 2006Κοζανίτικο γλωσσάριο
Μαλλίτ΄κο (επιθ.) = μάλλινο
Συνέχεια »26 Νοεμβρίου, 2006Κοζανίτικο γλωσσάριο
Μπράμ (τα) = καλά ρούχα, επίσημα
Συνέχεια »26 Νοεμβρίου, 2006Κοζανίτικο γλωσσάριο
Μασλάτι (το) = καλαμπούρι, αστείο
Συνέχεια »26 Νοεμβρίου, 2006Κοζανίτικο γλωσσάριο
Μπακράτσι (το) = μεγάλο μαγειρικό σκεύος συνήθως χάλκινο
Συνέχεια »26 Νοεμβρίου, 2006Κοζανίτικο γλωσσάριο
Μαρκάτ’ (το) = γιαούρτι
Συνέχεια »26 Νοεμβρίου, 2006Κοζανίτικο γλωσσάριο
Μπράνγκις (ο) = χειροπέδες
Συνέχεια »26 Νοεμβρίου, 2006Κοζανίτικο γλωσσάριο
Μαλικιανές (ο) = διάταγμα
Συνέχεια »26 Νοεμβρίου, 2006Κοζανίτικο γλωσσάριο
Ματιούκου (η) = τσίπουρο, ρακί
Συνέχεια »26 Νοεμβρίου, 2006Κοζανίτικο γλωσσάριο
Μισάλα (η) = βαριά μάλλινη υφαντή ποδιά για βαρείες οικιακές εργασίες
Συνέχεια »26 Νοεμβρίου, 2006Κοζανίτικο γλωσσάριο
Μακφαρά (η) = το ανδρικό μόριο
Συνέχεια »26 Νοεμβρίου, 2006Κοζανίτικο γλωσσάριο
Μπρουτζιαλνώ (ρημ.) = φρυγανίζω (π.χ. ψωμί)
Συνέχεια »