Δίφορος : Αυτός που καρπίζει δύο φορές το χρόνο.
Συνέχεια »Ζεύκι
Ζεύκι : Διασκέδαση.
Συνέχεια »Δέτης
Δέτης : Γκρεμός.
Συνέχεια »Ζήση
Ζήση : Ζωή.
Συνέχεια »Δικιολογιά
Δικιολογιά : Το σόι.
Συνέχεια »Ζόρε
Ζόρε : Δυσκολία, ζόρι.
Συνέχεια »Δρασκελίζω
Δρασκελίζω : Περπατάω με μεγάλο βήμα.
Συνέχεια »Έγγαλο
Έγγαλο : Το ζώο που βγάζει γάλα.
Συνέχεια »Εγούγια
Εγούγια : Αλοίμονο.
Συνέχεια »Εβάρηκα
Εβάρηκα : Χτύπησα , πληγώθηκα , τραυματίστηκα.
Συνέχεια »Εβγαρσιά
Εβγαρσιά : Έξοδος.
Συνέχεια »Έβγορο
Έβγορο : Μέρος με ορατότητα.
Συνέχεια »Εργώ
Εργώ : Κρυώνω.
Συνέχεια »Έχνος
Έχνος : Ζώο.
Συνέχεια »Εχταγή
Εχταγή : Επιθυμία.
Συνέχεια »Ζαβώνω
Ζαβώνω : Ζαλίζω, τυφλώνω.
Συνέχεια »