Αμνώγω : ορκίζομαι
Συνέχεια »Αμολέρνω
Αμολέρνω : αφήνω, ελευθερώνω
Συνέχεια »Αμπλά
Αμπλά : αδελφή
Συνέχεια »Αμπώθω
Αμπώθω : σπρώχνω
Συνέχεια »Αναβαστώ
Αναβαστώ : υποβαστάζω, στηρίζω
Συνέχεια »Αναδακρυώνω
Αναδακρυώνω : δακρύζω, βουρκώνω
Συνέχεια »Ανάπλα
Ανάπλα : κουβέρτα
Συνέχεια »Αναστεναμένος
Αναστεναμένος : καημένος, ταλαίπωρος
Συνέχεια »Αγγριγιεύω
Αγγριγιεύω : γίνομαι άγριος, αγριεύω, ερεθίζω κάποιον, τον εξάπτω
Συνέχεια »Αγιάερτος
Αγιάερτος: αγύριστος, δεν έχει γυρίσει ακόμα
Συνέχεια »Αγίδα
Αγίδα : συμπαράσταση, ενίσχυση
Συνέχεια »Αγκαλιδέ
Αγκαλιδέ: ότι χωράει μια αγκαλιά
Συνέχεια »Αγκανάδος
Αγκανάδος: αγανακτισμένος, οργισμένος, άκεφος
Συνέχεια »Αγκανάρηση
Αγκανάρηση: αγανάκτηση, εξόργιση
Συνέχεια »Αγκανίζω
Αγκανίζω : γκαρίζω, φωνάζω δυνατά
Συνέχεια »Αγοΐζω
Αγοϊζω : παρεκτρέπομαι, οργιάζω
Συνέχεια »