Μενού
Αρχική / Άρθρα / Ελλας = Φως / Μνήμη, Μνημεία και Δημοκρατία

Μνήμη, Μνημεία και Δημοκρατία

Εισαγωγή

Δύο είναι τα κοινά που διατρέχουν τα μέρη της νέας τριλογίας. Το πρώτο είναι η ενασχόληση με την ενδυματολογία των μνημείων. Αν το σκάψιμο με τη μικρή μου σκαπάνη καταλήγει στην ανάγκη για ανθοκομική ένδυση και περαιτέρω ωραιοποίηση των μνημείων της Ακρόπολης και του Λευκού Πύργου -για διαφορετικούς βέβαια λόγους το καθένα- τότε η ένδυση της Νίκης της Σαμοθράκης και πιο συγκεκριμένα η εσθήτα της, μπορεί να αποτελέσει βάση για Ελληνικούς όσο και ξένους οίκους μόδας ώστε να αναπαραχθεί αφού πρόκειται για ένα υπέροχο φόρεμα. Οι μοναδικές της άλλωστε φτερούγες ήταν η κύρια αιτία που ενέπνευσε τη «NIKE» στην κατασκευή των ομώνυμων αθλητικών παπουτσιών με ταυτόχρονο συνειρμό ως προς το πέταγμα.

Κοινός τόπος, η προσδοκία μιας νέας συζήτησης για τα μνημεία-σύμβολα. Αν δε η επιπλέον ευ-μορφοποίηση της Ακρόπολης με τα επί των τειχών της προτεινόμενα άνθη, από κοινού με τη βέβαιη άλλωστε ένταξη στα επτά νέα θαύματα του κόσμου που προωθεί η I.C.O.M.O.S., κάνουν και κανένα «νέο θαύμα» που θα εμπνεύσει τους ταγούς και θα επεκταθεί στην Πρωτεύουσα, τότε αυτό θα είναι το πιο μεγάλο δώρο του νέου αιώνα. Η άλλη όψη της ίδιας της Δημοκρατίας. Άλλωστε και στην κλασσική Ελλάδα η Δημοκρατία δεν ξεχώριζε από την Τέχνη. Τις συνέδεαν γέφυρες. Όπως γέφυρα συνέδεε τα δυο ημισφαίρια του μυαλού των τότε ταγών και που σήμερα δεν γίνεται. Και όπως η Κλασσική Δημοκρατία είναι ένα από τα πιο μεγάλα μνημεία του παγκόσμιου πολιτισμού.

Σε ανάλογη σφαίρα κινείται και η πρόταση που κάνω ως προς το Λευκό Πύργο. Ένα ακόμη μνημείο για ένδυση με άνθη, τα οποία αν πέραν του τοπίου εισφέρουν σε κάτι, αυτό είναι η ίδια η Δημοκρατική πολιτική παιδεία. Σε αυτήν προσδοκά η τιμή προς τα θύματα του κολαστηρίου που υπήρξε ο Πύργος κατά τον δέκατο ένατο αιώνα επί τουρκοκρατίας, εξ ου και τα προσωνύμια «Πύργος των γενιτσάρων» και «Πύργος του αίματος». Να το πω όμως κι αλλιώς. Το έμβλημα της Θεσσαλονίκης είναι μια πρώην φυλακή και για αυτό η μουσειακή της λειτουργία ναι μεν είναι καλή αλλά δεν αρκεί. Χρειάζεται να εκφραστεί η τιμή προς τα ιστορικά της θύματα. Και φυσικά, επί τόπου.

Τέλος, όσον αφορά μια άλλη φυλακή, τη φυλακή της Νίκης της Σαμοθράκης, έστω και αν ακόμη είναι χρυσή, η όλη μου προσέγγιση δεν θα πάψει ποτέ να ανακινεί το ζήτημα της παλιννόστησης στο Μουσείο του νησιού. Το οποίο θα την περιμένει όσο χρόνο και να χρειαστεί. Έτσι ακόμη και μέσα από την ενδυματολογία γίνεται το ίδιο. Για άλλη μια φορά τίθεται το θέμα της επιστροφής. Ούτε φορτίσεις και γιουρούσια χρειάζονται ούτε βέβαια και η παραίτηση από το άγαλμα, όπως εμμέσως πλην σαφώς έγινε με τη διατυπωθείσα Επίσημη Ελληνική θέση για τα Μάρμαρα του Παρθενώνα που «αντιδιαστέλλονται» με την έγκλειστη στο Λούβρο. Η Νίκη τελικά κλάπηκε δυο φορές. Την πρώτη, την απήγαγαν οι Γάλλοι. Τη δεύτερη, Έλληνες ταγοί «έκλεψαν» και «κλέβουν» το δικαίωμα στον επαναπατρισμό.

Το δεύτερο κοινό είναι ο συμβολισμός που χαρακτηρίζει και τα τρία μνημεία. Η μεν Ακρόπολη είναι το σύμβολο των Αθηνών, ο Λευκός Πύργος είναι το σύμβολο της Θεσσαλονίκης και η Νίκη της Σαμοθράκης, το σύμβολο του νησιού. Και γιατί όχι και σύμβολο όλης της Θράκης. Αν δε πολιτική, όπως λένε κάποιοι, είναι ο χειρισμός των συμβόλων, τότε σίγουρα η παρούσα εργασία συνιστά πολιτική. Δεν ξέρω αν, όπως λένε κάποιοι άλλοι, όλα είναι πολιτική, όμως αυτό είναι. Μια πολιτική επίσης που ατενίζει προς τη Δημοκρατία. Άλλο αν στην υπαρκτή Ελλάδα πολιτική είναι η άλλη όψη της πολωτικής. Γιατί μόνο οι τυφλοί δεν βλέπουν την πολωτική γαστρονομία.

Σε αυτήν την πολιτική του χειρισμού των συμβόλων θα συνεχίσω εγώ να επιμένω. Και έστω και αν οι δικαιώσεις συνεχίσουν να οδηγούν, όπως έγινε χθες, και όπως γίνεται και σήμερα, στη μοναξιά και την απομόνωση. Αυτός άλλωστε είναι ο λόγος που μιλώ και για το αύριο. Η ίδια αιτία με έκανε να γράψω για τη σχέση της μνήμης και των μνημείων με τη Δημοκρατία. Μια ακόμη πηγή έμπνευσης για την Τέταρτη Δημοκρατία. Αν τα μισά μου γραπτά σκάβουν τη Θράκη τα άλλα μισά είναι για αυτή και πέριξ της.

1. Άνθος χωρίς άνθη

Η έκφραση τιμής και σεβασμού προς το νεκρό συγγενή και συνάνθρωπο είναι μια από τις αρχέγονες πράξεις των ανθρώπων. Ακόμη από τότε που ζούσαν νομαδικά και πιο πριν. Δεν είναι δηλαδή μόνο η λογική και οι συνακόλουθες βασικές πνευματικές δραστηριότητές της που διαφοροποιούν τον άνθρωπο από τα υπόλοιπα ζώα. Είναι επίσης μια ακόμη. Η θεολογία. Και δεν είναι άλλωστε τυχαίο που ποτέ στην ιστορία δεν υπήρξε και δεν υπάρχει κοινωνία και λαός χωρίς αυτήν. Επόμενα χωρίς κάποια θρησκεία και λατρεία. Ούτε είναι τυχαίο ότι η αφετηρία των δύο αυτών βρίσκεται στις ανθρώπινες σχέσεις με τους νεκρούς και τα μετά τον θάνατο ζητήματα.

Ας μην επεκταθώ στα των θρησκειών και τους εκ μέρους τους αιώνιους χειρισμούς παρόμοιων σχέσεων. Ας μείνω σε κάτι χειροπιαστό αποδεικτικό και συμβολικό που εκφράζει την τιμή και το σεβασμό και που δεν είναι άλλο από τα άνθη, τις δάφνες και τα εξ αυτών στεφάνια. Άνθη συναντά κανείς από τα μνήματα μέχρι τα μνημεία και στη γνωστή κατάθεση στεφάνου. Τα ίδια και στις βραβεύσεις πρωταθλητών. Δάφνες αλλά και κλαδιά ελιάς. Η σχέση με τα μνημεία αναπαράγεται με ένα είδος φυσικού χρήματος. Την καταβολή της δόσης ενός χρέους που δεν πρόκειται να εξοφληθεί ποτέ και που ονομάζεται μνήμη. Εξ ης και μνημείο. Πολύ περισσότερο όταν πρόκειται για μνημειακό έργο ή έργα πολιτισμού. Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για την άνθιση ενός από τους πιο μεγάλους πολιτισμούς σε ολόκληρη την παγκόσμια ιστορία, όπως είναι ο πολιτισμός της κλασσικής Αθήνας. Μέρος της ίδιας αυτής μνήμης όπως επίσης του περιβάλλοντος χώρου ανέλαβαν να καλύψουν τα θαμνοειδή όπως και τα φυτά που ευδοκιμούσαν στην αρχαία Αθήνα που επέλεξε ο μεγάλος νεοέλληνας αρχιτέκτονας, ο Δημήτρης Πικιώνης. Ο ίδιος έλεγε «ως και των επί των Αρχαίων καθιερωμένων διά τα ιερά ροδεών, δαφνών και μυρσινών» όταν ανέλαβε να μελετήσει και διαμορφώσει το χώρο κάτω από την Ακρόπολη, πριν από μισό αιώνα. Ένα έργο που άφησε εποχή.

Μαζί με όλα αυτά σκεφτόμουν και τις αιτίες κατασκευής επάνω στην Ακρόπολη των λατρευτικών χώρων των ναών που βέβαια δεν ήταν άλλες από τη θεϊκή προστασία των κατοίκων της πόλης, όπου όμως έρχονταν να προστεθεί η ομώνυμη φυσική που εξασφάλιζαν τα τείχη της Ακρόπολης. Η οποία ναι μεν συνεχίζει να αποτελεί επί τόσους αιώνες το άνθος του παγκόσμιου πολιτισμού αλλά της λείπουν άνθη. Είναι άνθος χωρίς άνθη. Όσο και περίτεχνος να είναι ο φωτισμός του μνημειακού της χώρου, όσο και να ομορφαίνει το νυχτερινό τοπίο, δεν αρκεί.

Αν ιδέα στα αρχαία Ελληνικά σημαίνει τη μορφή και το σχήμα, τότε μια ωραία ιδέα, δηλαδή στην ώρα της, μπορεί να συμβάλει στην ωραία μορφή, στο εύμορφο εξ ου και όμορφο. Δύο λόγοι λοιπόν επιβάλουν τη μελέτη και την πρόταση για την ιδέα που ακολουθεί. Αν ο ένας συνιστά απάντηση στη «μονολιθικότητα» και ταυτόχρονα ντύνει αυτό το πλέον όμορφο γυναικείο σώμα της γης, προσδίδοντας μια επιπλέον ευ-μορφοποίηση, ο άλλος αποτελεί νέα έκφραση τιμής στον αρχαίο Ελληνικό πολιτισμό, και μέσω αυτού σε όλους τους λαούς και πολιτισμούς του κόσμου για τους οποίους άλλωστε αποτέλεσε μοναδικό και διαρκές αρχέτυπο. Κάτι που το συναντά άλλωστε κανείς σε όλες τις πόλεις του κόσμου.

Αν ο ποδόγυρος του ενδύματος της γυναίκας Ακρόπολης είναι οι αγριελιές όσο και τα θαμνοειδή που φύτεψε ο Πικιώνης και που όσο θα μεγαλώνουν θα συνεχίζουν να το σχηματοποιούν και να το ομορφαίνουν, το επάνω μέρος του φορέματος -της εσθήτας αυτής του υπέροχου σώματος μνημείου- μπορεί να είναι λουλούδια επί του τείχους και κατά μήκος του, σε όλη την περίμετρο, πλην φυσικά της εισόδου. Εννοείται από άνθη που ευδοκιμούσαν στον ίδιο αυτό τόπο της αρχαίας Αθήνας. Ένα ρούχο που πέραν των γειτονικών αέρηδων που θα ενσωματώνει ως κίνηση, θα αποτελεί κι ένα μεγάλο στεφάνι. Μεγάλο, όπως λέμε «μεγάλος περίπατος», και στεφάνι, κατά τα στεφάνια που έλεγα της τιμής και του σεβασμού, όπως επίσης και της βράβευσης, λόγω αναμενόμενης συμπερίληψης της Ακρόπολης στα νέα επτά θαύματα του κόσμου.

Ίσως τότε οι ταγοί της ασχημότερης σήμερα πρωτεύουσας της Ευρώπης αλλά και άλλοι, εμπνευστούν την ευ-μορφοποίηση της πόλης. Αν δε ουδέν κακό αμιγές καλού, τότε το μόνο καλό του κακού των υψηλών όσο και εκτρωματικών πολυκατοικιών του Αθηναϊκού κέντρου, είναι η δυνατότητα που παρέχουν στη θέα της Ακρόπολης, και που το λουλουδένιο στεφάνι θα την κάνει ακόμη πιο ωραία. Αν δε τα σαπιοκάραβα αυτά της στεριάς, όπως τις ονόμαζε ο Φώτης Κόντογλου, φύτρωσαν σαν μανιτάρια προτού γίνουν το πιο μεγάλο «αστικό δάσος» της Ευρώπης τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες του περασμένου αιώνα, και αυτός στον οποίο ορθά αποδίδεται η πολιτική ευθύνη είναι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, τότε οφείλει κανείς να συμπληρώσει κάτι ακόμη. Ένα μέρος της ευθύνης να το συμψηφίσει με την ανάθεση που ο ίδιος έκανε ως υπουργός Δημοσίων έργων στον Πικιώνη για το έργο κάτω από τον ιερό βράχο.

Δεν λέω, καλή ήταν η Μελίνα αλλά δεν γίνεται να χρησιμοποιείται ως πλυντήριο από κάποιους κουτοπόνηρα, προκειμένου να εκλογικευθούν οι δικές τους προτεραιότητες. Οι προτεραιότητες του άσχημου έναντι του ωραίου. Γιατί αυτό χαρακτηρίζει όλους τους. Είτε πρόκειται για τη μια είτε για την άλλη πλευρά είτε την παρά άλλη. Είτε διοίκησαν την πόλη κατά την τελευταία πεντηκονταετία είτε κυβέρνησαν τη χώρα είτε την κυβερνούν είτε όχι. Εδώ βρίσκεται το πρόβλημα. Δεν είναι ανάμεσα στους δεκάδες Δήμαρχους των Δήμων της πόλης που εκλέγονται κάθε φορά να εκλεγεί και ένας Δήμαρχος Ακρόπολης έστω και αν μπορούσε να επιτευχθεί με κάποιο παρόμοιο θεσμικό τρόπο μια πολύ πιο μεγάλη επίσπευση των έργων αποκατάστασης της οποίας ο αριθμός των φάσεων είναι δώδεκα και βάλε.

Δεν υποτιμώ την εργασία ή την αξία των αρχιτεκτόνων και άλλων επιστημόνων και τεχνικών ή και τεχνιτών που εργάζονται εκεί, κάνω όμως και τον εξής συλλογισμό. Δεν μπορεί ένα έργο, έστω και αν είναι το υπόψη, να χρειάστηκε δεκαπέντε χρόνια να κτισθεί, και μάλιστα με πρωτόγονα μέσα, και επί πενήντα πέντε, επί ημερών υψηλής τεχνολογίας, να το μερεμετίζουν. Μπορεί κατά τη διάρκεια της ιστορίας οι επί του ιερού βράχου ναοί να χρησίμευσαν για τις «ανάγκες» πλείστων όσων θρησκειών, κάποιοι δε να μη σούφρωσαν μόνο τα μάρμαρα που δεν μπορούσαν, όμως και από την άλλη το νεοελληνικό κράτος που πήγε όλες αυτές τις δεκαετίες να αποκαταστήσει τα πράγματα, κάνει όσα δεν μπορεί να μην κάνει. Απλοελληνικά, δεν κάνει. Δεν κάνουν.

Ένας διαφορετικός χειρισμός του ζητήματος αυτού θα παραπέμπει, όπως και στην κλασσική Ελλάδα, στο ζήτημα της Δημοκρατίας. Επί του προκειμένου στην Τέταρτη Δημοκρατία {1}. Αυτήν έχει ανάγκη η αναθεώρηση του Συντάγματος και από άνθη, τουτέστιν ιδέες της πολιτικής. Κλειδί της αλλά και όραμα, ο Συλλογικός Δημοκράτης. Κατά το Συλλογικό Αριστοτέλη όπως και τον ομώνυμο Δημόκριτο, με τις τράπεζες ιδεών των οποίων ασχολήθηκα εκτεταμένα στην ίδια εργασία της 4ης Δημοκρατίας {1}. Ούτε αυξήσεις Βουλευτών επικρατείας χρειάζονται στη χώρα ούτε εξυπνάκηδες στα κομματικά επιτελεία. Μιλώ για τους χειριστές των ούτως ή άλλως μικρότατων διαφορών, που ενώ τείνουν να γίνουν μηδενικές, οι ίδιοι επιχειρούν να τις εμφανίσουν ως πολύ μεγάλες αν όχι χαοτικές.

Αν κάτι χρειάζεται είναι η ανακάλυψη του αύριο της Δημοκρατίας. Αυτό κάνουν στην υπόλοιπη Ευρώπη. Όμως εδώ αντί η περιφέρεια να παίξει το ρόλο του think tank για τη Δημοκρατία που έλεγα, οι δε ταγοί να αναδείξουν τον πυρήνα του Ελληνικού προβλήματος που είναι το περιφερειακό και επόμενα η ίδια η Δημοκρατία, κυριαρχεί ο «Μακεδονικός πόλεμος». Από τη μια, παρατάσσεται το από πολλών ετών γνωστό πέτρινο tank των Αθηναϊκών Μέσων, κι από την άλλη οι επιλεγμένοι από αυτά «αντίπαλοι». Ακατέργαστα και πολύμορφα ευάλωτα περιφερειακά πρόσωπα. Αν οφείλει κανείς να πει κάτι είναι ότι αμφότεροι οι εμπόλεμοι βλάπτουν το ίδιο την περιφέρεια, όσο βέβαια τη Δημοκρατία. Όπως το ίδιο, αν όχι περισσότερο, τις βλάπτουν τα όποια κομματικά τηλεοπτικά βαποράκια. Των οποίων ο στόλος όσο κυρίως ο ναύσταθμος αντί για το συμβόλαιο με τις περιφέρειες, το έκανε με τα Μέσα, από εικοσαετίας και πλέον. Με δεδομένο μάλιστα ότι έκτοτε αδυνατεί να ανθοφορήσει και να κυοφορήσει ιδέες, δεν θα μπορούσε να κάνει και κάτι άλλο από αυτό που έκανε, όπως θα έλεγε αν ζούσε σήμερα ο συγγραφέας του Επιτάφιου.

2. Ένα ακόμη μνημείο προς ένδυση

Αν και από την πλευρά της μνημειακής του ηλικίας ο Λευκός Πύργος αποτελεί το στερνοπούλι της μητέρας Θεσσαλονίκης, όπως την έλεγε ο Νικόλαος Πεντζίκης, εν τούτοις κατάφερε να γίνει το έμβλημα της ίδιας πόλης. Δεν ξέρω αν αυτό έχει κάποια σχέση με το γεγονός ότι οι μητέρες τρέφουν αδυναμία στους Βενιαμίν τους. Ούτε επίσης αν έγινε σύμβολο της Μακεδονικής πρωτεύουσας, επειδή ο συγκεκριμένος Πύργος είναι το επίνειο του Επταπυργίου, ως ο όγδοος Πύργος και ο πλέον ογκώδης βέβαια, στο θαλάσσιο μέτωπο της πόλης, όπου και δεσπόζει.

Ναι μεν η θέση και το μέγεθος έπαιξαν τον πλέον σημαντικό ρόλο στην ανάδειξή του αυτή, όμως τώρα που το ξανασκέφτομαι, κάνω μια ακόμη ανάγνωση. Ως σύμβολο της Πόλης εκφράζει επίσης την τιμή και το σεβασμό στα θύματα μιας φυλακής που βέβαια δεν απέκτησε τυχαία την προσωνυμία «Πύργος των γενιτσάρων» και «Πύργος του Αίματος» αφού επί ένα τουλάχιστο αιώνα -αν βέβαια είναι ακριβές αυτό που γράφεται επίσημα, ότι τον δέκατο ένατο αιώνα πήρε τα δύο αυτά ονόματα- αποτέλεσε μαζί με πολλούς άλλους, μπουντρούμι και τόπο μαρτυρίου. Άλλοτε με θανάτους των κρατουμένων στα υγρά του κελιά και άλλοτε με θανατώσεις δίπλα στις επάλξεις επί του δώματος, όπως σημειώνεται αλλού, εξ ου και τα περί του Πύργου του Αίματος. Μαρτύρια αλλά και μαρτυρίες για το εξπρές ενός πρόδρομου μεσονυκτίου.

Ας μην επεκταθώ στη μέτρηση της αιωνιότητάς του ως κτιρίου. Γιατί τότε οφείλω να προσθέσω ότι υπερβαίνει τα χρονικά όρια της μισής χιλιετίας, της Τουρκοκρατίας. Μιλώ βέβαια για την, πριν από αυτή, βίαιη καταστολή του κινήματος των Ζηλωτών από το γνωστό τουρκόφιλο αριστοκράτη Ιωάννη Κατακουζηνό και από κοινού μετά των αλλοφύλων φίλων. Μόνο που επειδή ο εν λόγω σχετίζεται με την πόλη μου, το Διδυμότειχο, όπου στέφτηκε αυτοκράτορας, αισθάνομαι την ανάγκη να μνημονεύσω την ύπαρξη ενός ακόμη συμπολίτη μου που είχε απελευθερώσει τη Θεσσαλονίκη, έναν περίπου αιώνα νωρίτερα. Ο λόγος για τον Ιωάννη Βατάτζη, τον ουσιαστικό ανακτητή της Ρωμανίας από τη Λατινοκρατία. Σε άλλο κείμενο τους χαρακτήρισα ως ιστορικά παραδείγματα εκ των οποίων το πρώτο είναι προς αποφυγή και το δεύτερο είναι προς μίμηση.

Τα λέω αυτά για δύο επιπλέον λόγους. Πρώτον, οι σελίδες της Βυζαντινής ιστορίας δεν είναι μόνο μαύρες, όπως θέλουν πολλοί να τις παρουσιάζουν. Έχουν και πολλά άλλα χρώματα. Από την πρώιμη περίοδο και τον πρώτο Ρωμαίο Ρωμιό, τον Ιουλιανό, μέχρι και την αυτοκρατορία της Νικαίας με τον Αγιοποιημένο Βατάτζη. Δεύτερον, στην περίπτωση που η επί τουρκοκρατίας ανέγερση του Λευκού Πύργου στη θέση άλλου προηγούμενου αφορούσε εκσυγχρονισμό, π.χ. μιας Βαλαωρίτου της εποχής εκείνης, τότε αυτό προφανώς θα είχε να κάνει με τη συνέχιση της καθυπόταξης του κοινωνικού ριζοσπαστισμού της από αιώνων άλλωστε πολυπολιτισμικής όσο βέβαια και ανήσυχης πόλης μετά των κινημάτων της. Μόνο στους αιώνες που ακολούθησαν δεν περίμενε κακή τύχη μόνο τους Ζηλωτές αλλά τους πάντες και τα πάντα. Απλά η εξαίρεση του τελευταίου Τούρκου διοικητή της πόλης, Ταχσίν Μεσσαρέ έρχεται να επιβεβαιώσει τον κανόνα προηγούμενων βαρβαροτήτων. Ων ουκ έστιν αριθμός. Τόσο πράξεων βίας όσο και εθνοτήτων που αποτελούσαν τις πολιτισμικές συνιστώσες της ανέκαθεν πολυεθνικής Θεσσαλονίκης.

Με δεδομένη την ιστορική αυτή ανάγνωση, και κυρίως την ίδια την πραγματικότητα, ο Λευκός Πύργος δεν συνιστά ένα απλό σύμβολο και έμβλημα της Πόλης. Κουβαλάει επιπλέον μέσα του μια μεγάλη μνήμη ενώ παράλληλα αφού εκφράζει, όπως ήδη έχω τονίσει, είναι επίσης λογικό να απαιτεί την ανταπόδοση της τιμής και του σεβασμού απέναντι στο ρόλο που έπαιξε ως κολαστήριο. Κάτι για το οποίο ναι μεν η μουσειακή λειτουργία ήταν πράξη ορθή και επιβεβλημένη για το μνημείο, όμως δεν αρκεί.

Σαφώς χρειάζεται και κάτι ακόμη. Είναι αυτό που υποδεικνύουν η ίδια η ιστορία, η μνήμη, ο ανθρώπινος πολιτισμός. Μια δε και έχουμε απέναντι ένα τέτοιο μνημείο, θα μπορούσαν να αποδώσουν την τιμή που έλεγα, ένα ή μάλλον δύο μεγάλα στεφάνια. Τα οποία να μπορούν να ενσωματωθούν πολύμορφα σε αυτό εμπλουτίζοντας αλλά και ομορφαίνοντας το. Τόσο αρχιτεκτονικά και αισθητικά όσο και λειτουργικά. Να αποτελέσουν δηλαδή οργανικό μέρος του Πύργου. Βοηθάει σε αυτό η γεωμετρία του. Το ίδιο το κυκλικό του σχήμα. Όπως το νέο τοπίο μπορεί να διευρύνει το διανοητικό και ηθικό ορίζοντα των επισκεπτών αλλά και των κάτωθεν διερχομένων περιπατητών και οδηγών και γενικότερα του κάθε πολίτη της Θεσσαλονίκης αφού πρόκειται για το πλέον πολυσύχναστο μέρος της πόλης.

Μιλώ για δύο κήπους σε σχήμα στεφανιού ο καθένας, με άνθη που θα φυτευτούν σε αυτούς και που θα αναπτυχθούν κατά μήκος της περιμέτρου του πρώτου, όσο και του δεύτερου δώματος, μεταξύ των επάλξεων. Πέραν του εκ του μακρόθεν ορατού αλλά και της απόκτησης καινούργιας οπτικής του κτιρίου, κυρίως δε των συμβολισμών που παραπέμπουν στην εγκατάσταση μιας μόνιμης μνήμης, δεν μπορεί παρά κανείς να προσθέσει και την όλη ενδυματολογική οπτική. Την όλη ένδυση του μνημείου. Ας μην επεκταθώ σε καθαρισμούς της λιθοδομής ή σε άλλες αναγκαίες εργασίες. Πέραν των άλλων γιατί το μόνο που πιθανόν να γίνει είναι να γεμίσει ο τόπος σκαλωσιές για δεκαετίες. Ανάλογα παραδείγματα σε άλλα μνημεία, υπάρχουν πολλά.

Αν περί τη βάση του Πύργου γλύτωσε λίγο πράσινο, στην κορυφή μπορεί να γεμίσει από αυτό, όπως και με κόκκινο. Το πράσινο και το κόκκινο των αγριοτριανταφυλλιών ή και των αυτοφυών από γειτονικά μέρη τουλιπών μπορούν να προσδώσουν μια νέα χρωματική στο όλο τοπίο. Ας μην επεκταθώ σε συνειρμούς με το αίμα ή «το δικό μας αίμα» όπως έγραψε ο Γιώργος Ιωάννου, ο γνωστός Θεσσαλονικιός λογοτέχνης με τη Θρακική προσφυγική καταγωγή. Ας μείνω στη γεφύρωση των δυο μισών του μυαλού του ανθρώπου που θα ρίξει τη ματιά προς τα εκεί επάνω πετυχαίνοντας μια ανώτερη σύνθεση χρωμάτων και μνήμης. Όπως και την προώθηση ανάλογης σχέσης μεταξύ της μνήμης και της Δημοκρατίας. καθώς επίσης και την εξασφάλιση διαμέσου τους, μιας κινηματογραφικής μεν, Δημοκρατικής δε, επιστροφής στην ιστορία που θα εφοδιάζει τις νέες γενιές με εμπλουτισμό της Δημοκρατικής τους πολιτικής παιδείας.

Αυτός είναι ο ένας τρόπος. Υπάρχουν και άλλοι. Ένας είναι η Δημοκρατικότητα που έχει ως αφετηρία της την ύπαρξη των χρόνιων Αθηναϊκών αδικημάτων σε βάρος των περιφερειών. Λέω δηλαδή ότι πολλά πράγματα μπορούν να δώσουν το ερέθισμα στη Θεσσαλονίκη να ψάξει να ξαναβρεί το χαμένο της όραμα, ξαναανακαλύπτοντας το αύριό της. Από τη γεωοικονομία και την ανάπτυξη, ως το Βαλκάνιο, τον Ευρωπαϊκό και Μεσογειακό ρόλο. Καταρχήν να δουλέψει ως εργοστάσιο παραγωγής ποιοτικών πολιτικών προϊόντων, με ονομασία προέλευσης, όπως λέγεται, για την περιφερειακή πολιτική και αναπτυξιακή παιδεία, και η οποία δεν είναι άλλη από την ισοτιμία των Περιφερειών και την ίδια τη Δημοκρατία. Διαφορετικά η συμπρωτεύουσα θα είναι όπως ήταν. Μια ακόμη σημαιοφόρος, χωρίς όμως σημαία. Δεν θα λέει δε τίποτε. Και οι φλυαρίες των επωνύμων της θα συνεχίσουν να είναι, όπως συμβαίνει σήμερα και όπως και χθες, για τα σκουπίδια.

Δεν έχω βέβαια ψευδαισθήσεις για τις κατά καιρούς εξουσιαστικές δομές και εκείθεν για τις όποιες αντιπροσωπεύσεις που αντί να θέσουν σε λειτουργία το εργοστάσιο που έλεγα, και καταρχήν τη Δημοκρατική γραμμή, το έχουν κλειστό από δεκαετιών. Αντί να αναδείξουν το περιφερειακό ζήτημα και με έξυπνους τρόπους να εξασφαλίσουν θεσμικές μορφές επίλυσης -μια από αυτές είναι η 4η Δημοκρατία {1} ενώ μια άλλη είναι το συμβόλαιο με τις Περιφέρειες- προτίμησαν άλλους δρόμους και για αυτό έχουν την πλήρη και την αποκλειστική ευθύνη. Γιατί όσες από τις εκπροσωπήσεις της Θεσσαλονίκης και της Μακεδονίας γενικότερα δεν κατέστησαν βαποράκια των κομματικών επιτελείων της πολιτικής και της τηλεοπτικής Αθήνας, αναπαράγονται μέσα από έναν ακατέργαστο τοπικισμό ή το πολύ να ανακαλύπτουν το ρόλο της Αθήνας. Και υπάρχουν κάποιοι που πατούν σε αμφότερες τις βάρκες. Μόνο που όλα αυτά είναι χθες. Δεν είναι αύριο.

Σημειώσεις

Σημ. {1}, Χρήστος Κηπουρός, Τέταρτη Δημοκρατία, βλ. ιστοσελίδα Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης, http://alex.eled.duth.gr/kipouros/

3. Η εσθήτα της Νίκης

Αυτό είναι το πέμπτο κείμενο. Στο πρώτο, στα 1988, ανέπτυσσα την πρόταση για την επιστροφή στον γενέθλιο τόπο εξαρτώντας την ταυτόχρονα από μια σειρά ενεργειών ανάδειξης του ζητήματος που σαφώς και προϋπέθεταν τη σοβαρή προετοιμασία του εγχειρήματος. Περίμενα επί αρκετά χρόνια να υιοθετηθεί και από άλλους. Όταν το είδα να γίνεται πέρασα στο επόμενο βήμα. Σε μια πρώτη κλιμάκωση, με το κείμενο: «Η θερινή κατοικία της Νίκης» καθώς και σε ένα νέο γραπτό, για τον απαιτούμενο εμπλουτισμό της όλης παιδείας. Τίτλος του: «Αν βρεθεί το κεφάλι της Νίκης». Ήταν άνοιξη του 2004 και η επιλογή του χρόνου που συνέπιπτε με τη συμπλήρωση οκτώ αιώνων από το 1204 και τη Φραγκοκρατία, δεν έγινε βέβαια τυχαία.

Δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι σύντομα θα υιοθετηθούν και οι νέες αυτές προτάσεις, που περιέχονται στους δύο προαναφερθέντες, εύγλωττους άλλωστε, τίτλους. Εκείνο που αμφιβάλλω είναι η γρήγορη αποδοχή της φετινής μου πρότασης που έκανα και σχετίζεται με την απόσυρση του εκτιθέμενου στο Μουσείο της Σαμοθράκης γύψινου εκμαγείου και την τοποθέτηση στον άδειο πλέον χώρο του επιγραφής που να λέει: «Εδώ είναι ο τόπος της Νίκης». Κάτι το οποίο ναι μεν συνιστά ένα ακόμη σημαντικό πολιτικό όσο και ηθικό βήμα, που όμως νομίζω ότι θα αργήσει να γίνει αποδεκτό.

Το λέω αυτό όχι τόσο ως προς τη Θρακική ωρίμανση της ιδέας αλλά διότι αν υπάρχει κάποιο εμπόδιο είναι η πολιτική Αθήνα. Η οποία ήδη με τις ενέργειες και τις πράξεις της, όχι μόνο ποτέ δεν ασχολήθηκε με την παλιννόστηση της Νίκης αλλά και όταν μίλησε -αναφέρομαι στην αλληλογραφία της προηγούμενης κυβέρνησης ως προς τα μάρμαρα του Παρθενώνα- βλακωδώς την ανέμειξε με αυτά αντιδιαστέλλοντας την, ως μη όφειλε, αν επιπλέον δεν παραιτούνταν από το ιστορικό όσο και απαράγραπτο δικαίωμα στην πολιτισμική κληρονομιά. Τόσο απέναντι στη Νίκη της Σαμοθράκης όσο και στην Αφροδίτη της Μήλου, που την αντιμετώπισε με τον ίδιο επίσης τρόπο και αυτήν. Με έμμεση πλην όμως σαφή παραίτηση από το δικαίωμα στην επιστροφή.

Λέγεται ότι τα αγάλματα αυτά είναι τα δύο πολυτιμότερα εκθέματα του Λούβρου. Ειδικά για την ακέφαλη και ταυτόχρονα χωρίς χέρια Νίκη αυτό που την ανεβάζει στα ουράνια και στο εν λόγω μοναδικό παγκόσμια ύψος δεν είναι μόνο η ύπαρξη των φτερούγων. Κυρίως είναι η ενσωματωμένη στο φόρεμά της κίνηση της θαλάσσιας αύρας του Αιγαίου. Η ενσωμάτωση των ανέμων και του Αιόλου με το ομώνυμο νησί. Αποτυπώνονται άλλωστε έντονα αυτά στις πτυχώσεις της εσθήτας. Είναι τα ίδια που με το πίσω της ευρισκόμενο καλλίγραμμο σώμα παίρνουν τα μάτια του επισκέπτη.

Ναι μεν η διαφορά της εικόνας από την πραγματικότητα είναι πάντοτε μεγάλη, όμως νομίζω ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερη από τη συγκεκριμένη περίπτωση. Όπως και δεν γνωρίζω άλλη πραγματικότητα που να ασκεί τόσο μεγάλη υποβολή για δημιουργική επιστροφή σε αυτήν, όσο το συγκεκριμένο άγαλμα. Αυτά είδα και διάβασα με τα μάτια μου όταν πριν λίγο καιρό βρέθηκα στο Λούβρο. Μιλώ για την αναδημιουργία του εν λόγω αέρινου ενδύματος της Νίκης με την καθοριστική εννοείται συμβολή των σχεδιαστών μόδας και τη μεταφορά σε αυτή. Μια μόδα κλασσική όσο όμως μοντέρνα που με τα φτερά της Νίκης πρόκειται να πετάξει σε όλο τον κόσμο.

Μια τέτοια πρωτοβουλία του Δήμου της Σαμοθράκης με την πρόσκληση σε Έλληνες και ξένους σχεδιαστές μόδας, και καταρχήν Γαλλικούς οίκους κλπ. έχει να προσφέρει πολλά. Ένα εξ αυτών, πέραν του ντόρου και της ενδυματολογικής σημειωτικής, είναι η εκ νέου εισαγωγή του θέματος στην πολιτισμική επικαιρότητα, μέσα από ενέργειες χαμηλής έντασης. Ναι μεν η διοργάνωση στο νησί μιας επίδειξης της συγκεκριμένης μόδας αποτελεί παρεμπίπτουσα, όπως λέγεται, ενέργεια, όμως δεν παύει να ανακινεί το τόσο μεγάλο ζήτημα της επιστροφής. Κάτι που όχι μόνο δεν υπάρχει ως ιστορικό αίτημα στις προτεραιότητες του κράτους -έστω στο πίσω μέρος του κεφαλιού του- αλλά αντίθετα στην πράξη το έχει από ετών παραπέμψει στις γνωστές καλένδες. Η ονοματοθεσία άλλωστε σκαφών του Ναυτικού και η χάραξη σε χαρτονομίσματα έμειναν χωρίς συνέχεια αν εξαιρεθεί το όνομα μιας από τις νύφες της ομώνυμης ταινίας του Βούλγαρη. Δεν ξέρω αν η μη προτίμηση της Νίκης αυτής για την Αθήνα 2004 σχετίζεται με την αλληλογραφία που έλεγα, όμως ξέρω ότι η εταιρία αθλητικών ειδών «NIKE» πήρε το ίδιο αυτό όνομα στα 1971, ώστε να διαφημίζει προϊόντα, π.χ. αθλητικά παπούτσια, τα οποία να κάνουν συνειρμό με τις φτερούγες. Επίσης δεν χρησιμοποιείται τυχαία η φράση για την πιο διάσημη αντιπροσώπευση της «Nike of Samothrace».

Χρειάζεται ένα καινούργιο πολιτισμικό ρεύμα. Μια αντίστοιχη ποιοτική σύνθεση των προηγούμενων με τα νέα. Κατά τις αρχές του περασμένου αιώνα οι φουτουριστές, εντυπωσιασμένοι από την τότε τεχνολογική πρόοδο, διατείνονταν λέγοντας ότι ένα αυτοκίνητο είναι πιο ωραίο από τη Νίκη της Σαμοθράκης. Πολιτογραφούσαν δε τους αντιθέτους τους, ως θιασώτες του ρομαντισμού. Όμως η ζωή και η ιστορία έδειξαν άλλα πράγματα. Ότι από μόνοι τους ο φουτουρισμός όσο βέβαια και ο ρομαντισμός, εκφράζουν κάτι το μερικό και ότι το μέτρο και η λύση βρίσκονται σε μια ανώτερη σύνθεση των δυο ρευμάτων. Τόσο στις τεχνολογικές εξελίξεις, όσο και στον ιστορικό πολιτισμό. Και τελικά στη δημιουργική επιστροφή σε αυτόν. Το φόρεμα της Νίκης είναι τέτοιο παράδειγμα. Ναι μεν μπορεί να παραχθεί ένα νέο και μοντέρνο ρούχο, όμως ταυτόχρονα με ιστορική όσο και πολιτισμική ονομασία προέλευσης. Μπορεί ένας νέος φουτουρισμός να πει σήμερα ότι το διαδίκτυο είναι πιο ωραίο από τη Νίκη, όμως σύντομα, όπως έγινε και στην προηγούμενη φορά, θα αποδειχθεί ένας ακόμη απλός ισχυρισμός περιορισμένης χρονικής διάρκειας.

Να πω κάτι ακόμη. Αν ιδέα σημαίνει το σχήμα, τη μορφή, τότε η σύνθεση ανάμεσα στις ιδέες από τη μια και τα χρώματα, τις εικόνες και την τέχνη από την άλλη, δεν είναι άλλο από τη γεφύρωση των δυο ημισφαιρίων του μυαλού. Η απουσία ιδεών παραπέμπει στο μη σχήμα, εξ ου και άσχημο ή στη μη μορφή, την αμορφία. Αντίθετα η καλή ιδέα στην ευμορφία. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει κάποια διανοητική θεολογία. Ναι μεν οι ιδέες είναι αναγκαίες, όμως δεν φτάνουν. Αν κάτι είναι καθοριστικό, αυτό είναι η σύνθεσή τους με τις εικόνες, τα χρώματα, κυρίως δε την τέχνη. Άλλωστε αυτή που κρίνει τις ιδέες και επόμενα την πολιτική, είναι η τέχνη. Η οποία οφείλει να τις διατρέχει αμφότερες. Και τις ιδέες και την πολιτική. Αυτή την τόσο σπουδαία τέχνη.


Αφήστε μια απάντηση