Δούναι : οι συναλλαγές, οι δοσοληψίες.
Συνέχεια »Δυσαισθησία
Δυσαισθησία : η κατάσταση, κατά την οποία από συνηθισμένα ερεθίσματα προκύπτουν δυσάρεστα αισθήματα.
Συνέχεια »Δομέστικος ή Δομέστιχος
Δομέστικος ή Δομέστιχος : έμπιστο πρόσωπο που κατείχε ανώτερο αξίωμα στη στρατιωτική, πολιτική και εκκλησιαστική διοίκηση.
Συνέχεια »Δομικός
Δομικός : αυτός που σχετίζεται με τη δόμηση, με την κατασκευή ή το χτίσιμο.
Συνέχεια »Δομισμός
Δομισμός : κοινή θεωρία ορισμένων επιστημών του ανθρώπου, η οποία προσεγγίζει τα ανθρώπινα πράγματα ως δομικά στοιχεία ενός όλου, που αλληλοπροσδιορίζονται με βάση συγκεκριμένους κανόνες.
Συνέχεια »Δόμος
Δόμος : η οροφή που έχει ημισφαιρικό σχήμα.
Συνέχεια »Δονάκιον
Δονάκιον : μικροσκοπικό και αερόβιο βακτήριο που προκαλεί χολέρα.
Συνέχεια »Δονκιχώτης
Δονκιχώτης : αυτός που δεν έχει αίσθηση της πραγματικότητας και παρασύρεται από ρομαντικές φαντασιοπληξίες, αυτός που αναλίσκεται σε αδιέξοδες, ουτοπικές διεκδικήσεις.
Συνέχεια »Δοριάλωτος
Δοριάλωτος : αυτός που κατακτήθηκε με πόλεμο.
Συνέχεια »Δορίκτητος ή Δρύκτητος
Δορίκτητος ή Δρύκτητος : αυτός που αποτέλεσε λάφυρο πολέμου ή έχει κυριευθεί με πόλεμο.
Συνέχεια »Δοσατζής
Δοσατζής : ο έμπορος που επισκέπτεται πελάτες και πουλάει με δόσεις.
Συνέχεια »Δοκησίσοφος
Δοκησίσοφος : αυτός που θεωρεί τον εαυτό του σοφό, ο κατά φαντασίαν σοφός.
Συνέχεια »Δοσιμετρία
Δοσιμετρία : η μέτρηση με δοσίμετρο της δόσης της ιοντίζουσας ακτινοβολίας που έχει απορροφήσει(κάποια ύλη).
Συνέχεια »Δοκητισμός
Δοκητισμός : χριστιανική αίρεση που βασίζεται στον δυϊσμό, κατά την οποία η ενανθρώπιση του Χριστού ήταν φαινομενική.
Συνέχεια »Δοτικοφανής
Δοτικοφανής : αυτός που θυμίζει τη δοτική πτώση ή που εμφανίζεται σε δοτική πτώση.
Συνέχεια »Δολερός
Δολερός : αυτός που χαρακτηρίζεται από δόλο, που εκφράζει ή χρησιμοποιεί δόλια μέσα, πανούργος.
Συνέχεια »