Δουλοπαροικία : το σύστημα κατά το οποίο εκτάσεις γης που άνηκαν σε φεουδάρχη καλλιεργούνταν από δουλοπάροικους.
Συνέχεια »Δολιχοκεφαλία
Δολιχοκεφαλία : η ανάπτυξη του ανθρώπινου κρανίου κατά τρόπον ώστε να είναι πολύ μακρύ σε σχέση με το πλάτος του.
Συνέχεια »Δουλοπρεπής
Δουλοπρεπής : αυτός που επιδεικνύει συμπεριφορά δούλου.
Συνέχεια »Δόλιχος
Δόλιχος : δρόμος αντοχής μεγάλων αποστάσεων και μονάδα μήκους που ισοδυναμούσε με δώδεκα στάδια.
Συνέχεια »Δολομίτης
Δολομίτης : ανοιχτόχρωμο, συνήθως κιτρινωπό ή γκριζόλευκο ορυκτό, που αποτελείται από ανθρακικό ασβέστιο και μαγνήσιο και απαντά στη φύση κυρίως σε μορφή μικρών συμπαγών κρυστάλλων, χρησιμοποιείται στην οικοδομική, τη γλυπτική, τη δικοσμητική και ως πυρίμαχο υλικό.
Συνέχεια »Δομέστικος ή Δομέστιχος
Δομέστικος ή Δομέστιχος : έμπιστο πρόσωπο που κατείχε ανώτερο αξίωμα στη στρατιωτική, πολιτική και εκκλησιαστική διοίκηση.
Συνέχεια »Δομικός
Δομικός : αυτός που σχετίζεται με τη δόμηση, με την κατασκευή ή το χτίσιμο.
Συνέχεια »Διωδία
Διωδία : μελωδία που εκτελείται από δύο φωνές, ντουέτο.
Συνέχεια »Διωστήρας
Διωστήρας : ράβδος που μετατρέπει την παλινδρομική κίνηση σε περιστροφική μεταξύ δύο εξαρτημάτων αρθρωμένων στα άκρα της με παράλληλους άξονες.
Συνέχεια »Δόγα
Δόγα : κυρτή σανίδα βαρελιού.
Συνέχεια »Δισκοπάθεια
Δισκοπάθεια : κάθε πάθηση μεσοσπονδύλιων δίσκων της σπονδυλικής στήλης του ανθρώπου.
Συνέχεια »Δογματίζω
Δογματίζω : αποφαίνομαι με τρόπο που δεν επιδέχεται αντίρρηση.
Συνέχεια »Δισκοπρίονο
Δισκοπρίονο : ηλεκτροκίνητο πριόνι που περιλαμβάνει έναν οδοντωτό δίσκο, ο οποίος περιστρέφεται με μεγάλη ταχύτητα.
Συνέχεια »Δοθιήνας
Δοθιήνας : φλεγμονώδες, πυώδες, εξάνθημα του δέρματος.
Συνέχεια »Δισταυρία
Δισταυρία : σύστημα εκλογής υποψηφίων, κατά το οποίο επιτρέπεται, ανάλογα με την εκλογική περιφέρεια, η σημείωση σταυρού δίπλα στα ονόματα δύο μόνο υποψηφίων στο ψηφοδέλτιο κάθε συνδυασμού.
Συνέχεια »Δοιάκι
Δοιάκι : μοχλός που χρησιμοποιείται για την περιστροφή του πηδαλίου στα πλοία.
Συνέχεια »