Διατομή : η κοπή, η διαίρεση σε δύο μέλη.
Συνέχεια »Διατονικός
Διατονικός : αυτός που σχετίζεται με μείζονα ή ελάσσονα μουσική κλίμακα, που αποτελείται από πέντε μουσικούς τόνους και δύο ημιτόνια.
Συνέχεια »Διάτονος
Διάτονος : αυτός που οποίου η έκταση φθάνει από τη μία μεριά στην άλλη.
Συνέχεια »Διάτορος
Διάτορος : αυτός που είναι τρυπημένος πέρα ως πέρα.
Συνέχεια »Διατρανώνω
Διατρανώνω : εξωτερικεύω με κατηγορηματικό τρόπο.
Συνέχεια »Διατρίβω
Διατρίβω : περνώ το χρόνο μου συγκεκριμένο χώρο.
Συνέχεια »Διαφαίνομαι
Διαφαίνομαι : διακρίνομαι αμυδρά, όχι πλήρως, μόλις που φαίνομαι.
Συνέχεια »Διάφεγγος
Διάφεγγος : αυτός που μπορεί να τον διαπεράσει το φως.
Συνέχεια »Διαφεντεύω
Διαφεντεύω : έχω υπό την εξουσία μου.
Συνέχεια »Διαφιλονικώ
Διαφιλονικώ : θέτω υπό αμφισβήτηση.
Συνέχεια »Μακαριστός , μακαρίτης , αξιομακάριστος
Το αρχαιοπρεπές μακαριστός κατά κυριολεξίαν σημαίνει αυτός που θεωρείται καλότυχος και ευλογημένος, χρησιμοποιείται για αποθανόντες ιερωμένους πχ “Ο μακαριστός αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος” . Για τους μη ιερωμένους χρησιμοποιείται το μακαρίτης, που με τον θάνατό του γλύτωσε από τα βάσανα της ζωής. Επίσης συχωρεμένος, …
Συνέχεια »Διασάλευση
Διασάλευση : το να αναστατώνει , να αναταράσσει κανείς επικίνδυνα
Συνέχεια »Διάταση
Διάταση : το τέντωμα στο έπακρο
Συνέχεια »Διασαφώ
Διασαφώ : παρέχω διευκρινίσεις σε συγκεκριμένο θέμα
Συνέχεια »Διατείνομαι
Διατείνομαι : προβάλλω τον ισχυρισμό.
Συνέχεια »Διασείω
Διασείω : τραντάζω , σείω δυνατά
Συνέχεια »