Διακόνημα : Η υπεύθυνη εργασία, που αναθέτει ο ηγούμενος της μονής σε κάθε μοναχό του μοναστηριού.
Συνέχεια »Διακονία
Διακονία : Η υπηρεσία, η αφοσίωση σε συγκεκριμένη αποστολή.
Συνέχεια »Διακορεύω
Διακορεύω : Προκαλώ ρήξη του παρθενικού υμένα, κάνω μια γυναίκα να χάσει την παρθενιά της.
Συνέχεια »Διάκοσμος
Διάκοσμος : Το σύνολο των στοιχείων που χρησιμοποιούνται για την διακόσμηση ενός χώρου.
Συνέχεια »Διακριτός
Διακριτός : Αυτός που μπορεί να τον διακρίνει κανείς, να γίνει εύκολα αντιληπτός, ευδιάκριτος.
Συνέχεια »Διακυβεύω
Διακυβεύω : Θέτω (κάτι) σε κίνδυνο μπροστά στο αβέβαιο αποτέλεσμα γεγονότος ή επιχειρήματος, τα παίζω όλα για όλα.
Συνέχεια »Διακωμωδώ
Διακωμωδώ : Κάνω (κάποιον, κάτι) να φαίνεται γελοίο(ς), κοροϊδεύω.
Συνέχεια »Διαλαμβάνω
Διαλαμβάνω : Περιλαμβάνω, μιλώ εκτενώς, πραγματεύομαι.
Συνέχεια »Διαλάμπω
Διαλάμπω : Διακρίνομαι, ξεχωρίζω.
Συνέχεια »Διαβολέας
Διαβολέας : Αυτός που διατυπώνει διαβολές εναντίον άλλων.
Συνέχεια »Διαβολή
Διαβολή : Η διατύπωση ανυπόστατης κατηγορίας (εις βάρος κάποιου).
Συνέχεια »Διαβολικότητα
Διαβολικότητα : Η διαβολικά ύπουλη διάθεση ή συμπεριφορά.
Συνέχεια »Διαβουκολώ
Διαβουκολώ : Παραπλανώ με ψεύτικες ελπίδες, δημιουργώντας ψευδείς εντυπώσεις.
Συνέχεια »Διάβρωση
Διάβρωση : Η επιφανειακή αλλοίωση ενός σώματος.
Συνέχεια »Διαγγελέας
Διαγγελέας : Αυτός που μεταφέρει μηνύματα.
Συνέχεια »Διαγκωνισμός
Διαγκωνισμός : Η προσπάθεια να ανοιχτεί πέρασμα.
Συνέχεια »
asxetos.gr 15 χρόνια χρηστικό περιεχόμενο