Διακωμωδώ : Κάνω (κάποιον, κάτι) να φαίνεται γελοίο(ς), κοροϊδεύω.
Συνέχεια »Διαλαμβάνω
Διαλαμβάνω : Περιλαμβάνω, μιλώ εκτενώς, πραγματεύομαι.
Συνέχεια »Διαλάμπω
Διαλάμπω : Διακρίνομαι, ξεχωρίζω.
Συνέχεια »Διάζευξη
Διάζευξη : Ο διαχωρισμός ή η διάσπαση προσώπων, πραγμάτων ή καταστάσεων, που βρίσκονταν προηγουμένως υπό τα δεσμά συγκεκριμένης ενώσεως.
Συνέχεια »Διαλείπω
Διαλείπω : Αυτός που εμφανίζεται περιοδικά, κατά τακτά χρονικά διαστήματα, που σταματά και διαδοχικά επανέρχεται.
Συνέχεια »Διάζομαι
Διάζομαι : Στήνω το στημόνι στον αργαλειό, πριν αρχίσω την ύφανση.
Συνέχεια »Διαλεύκανση
Διαλεύκανση : Η εξιχνίαση (ζητήματος), η άρση όλων των ασαφειών, των σκοτεινών σημείων του, ώστε να είναι πλέον ξεκάθαρο, διαυγές.
Συνέχεια »Διαθέτης
Διαθέτης : Αυτός που ρυθμίζει με διαθήκη πως θα διατεθεί η περιουσία του.
Συνέχεια »Διάλιθος
Διάλιθος : Αυτός που είναι διακοσμημένος με πολύτιμους λίθους.
Συνέχεια »Διαβουκολώ
Διαβουκολώ : Παραπλανώ με ψεύτικες ελπίδες, δημιουργώντας ψευδείς εντυπώσεις.
Συνέχεια »Διάβρωση
Διάβρωση : Η επιφανειακή αλλοίωση ενός σώματος.
Συνέχεια »Διαγγελέας
Διαγγελέας : Αυτός που μεταφέρει μηνύματα.
Συνέχεια »Διαγκωνισμός
Διαγκωνισμός : Η προσπάθεια να ανοιχτεί πέρασμα.
Συνέχεια »Διαγουμίζω
Διαγουμίζω : Λεηλατώ, αρπάζω πράγματα που δεν μου ανήκουν ως λάφυρα.
Συνέχεια »Διαγουμιστής
Διαγουμιστής : Αυτός που λεηλατεί αρπάζοντας (ξένα πράγματα).
Συνέχεια »Διάγω
Διάγω : Περνώ τη ζωή μου ή τον καιρό μου υπό ορισμένες συνθήκες, με συγκεκριμένο τρόπο διαβιώσεως.
Συνέχεια »
asxetos.gr 15 χρόνια χρηστικό περιεχόμενο