Διάγω : Περνώ τη ζωή μου ή τον καιρό μου υπό ορισμένες συνθήκες, με συγκεκριμένο τρόπο διαβιώσεως.
Συνέχεια »Διάγω
8 Σεπτεμβρίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Προσπάθεια δημιουργίας ένος λεξικού με λέξεις και έννοιες που συχνά χρησιμοποιούμε άλλα δεν γνωρίζουμε την ακριβή τους σημασία.
8 Σεπτεμβρίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Διάγω : Περνώ τη ζωή μου ή τον καιρό μου υπό ορισμένες συνθήκες, με συγκεκριμένο τρόπο διαβιώσεως.
Συνέχεια »8 Σεπτεμβρίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Διαβατάρικος : Αυτός που δεν είναι μόνιμα εγκατεστημένος.
Συνέχεια »8 Σεπτεμβρίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Διαδέτης : Σχοινί με το οποίο προσδένονται μεταξύ τους τα άκρα άλλων σχοινιών.
Συνέχεια »8 Σεπτεμβρίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Διαβατήριο έθιμο : Καθένα από τα έθιμο που συνδέονται με τη μετάβαση από μια φυσική ή κοινωνική κατάσταση σε άλλη.
Συνέχεια »8 Σεπτεμβρίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Διάδημα : Διακοσμητική ταινία ή κάλλυμα της κεφαλής από πολύτιμα μέταλλα ή πετράδια που φοριέται από βασιλείς, ηγεμόνες ή τον Πάπα ως σύμβουλο εξουσίας.
Συνέχεια »8 Σεπτεμβρίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Διάβημα : Αποφασιστική διπλωματική ενέργεια που επιχειρείται από την κυβέρνηση ή το υπουργείο Εξωτερικών μιας χώρας προς την κυβέρνηση άλλου κράτους και αφορά σε σπουδαιότατο ζήτημα ή σκοπό ζωτικής σημασίας.
Συνέχεια »8 Σεπτεμβρίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Διαδημοτικός : Αυτός που σχετίζεται με δύο ή περισσότερους δήμους ή τον διαχειρίζονται από κοινού περισσότεροι από ένα δήμοι.
Συνέχεια »8 Σεπτεμβρίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Διαβιβρώσκω : Διαβρώνω.
Συνέχεια »8 Σεπτεμβρίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Διάδικος : Καθένα από τα πρόσωπα που μετέχουν σε δικαστικό αγώνα από τη θέση είτε του κατηγορούμενου, είτε του κατηγόρου.
Συνέχεια »8 Σεπτεμβρίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Διαβλητικός : Αυτός που λειτουργεί συκοφαντικά, μέσω του οποίου εκτοξεύεται διαβολή.
Συνέχεια »8 Σεπτεμβρίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Διαδοσίας : Αυτός που διασπείρει ανυπόστατες ειδήσεις και ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες με αποτέλεσμα την πρόκληση αναστάτωσης, ανησυχίας.
Συνέχεια »8 Σεπτεμβρίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Διαβλητός : Αυτός που μπορεί να κατηγορηθεί.
Συνέχεια »8 Σεπτεμβρίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Διαδρομιστής : Πρόσωπο που κινείται στους διαδρόμους (κυβερνητικών κτηρίων) προσπαθώντας να επηρεάσει τις αποφάσεις υπέρ των συμφερόντων του.
Συνέχεια »8 Σεπτεμβρίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Διαβολέας : Αυτός που διατυπώνει διαβολές εναντίον άλλων.
Συνέχεια »8 Σεπτεμβρίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Διαβολή : Η διατύπωση ανυπόστατης κατηγορίας (εις βάρος κάποιου).
Συνέχεια »16 Ιουλίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Δημοκόπος: Αυτός που προσπαθεί με κάθε τρόπο να κερδίσει την εύνοια και την εμπιστοσύνη του λαού, για να αποκομίσει πολιτικό και προσωπικό όφελος.
Συνέχεια »