Δήλος: αυτός που φαίνεται, που διακρίνεται, που είναι ορατός.
Συνέχεια »Δήλος
16 Ιουλίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Προσπάθεια δημιουργίας ένος λεξικού με λέξεις και έννοιες που συχνά χρησιμοποιούμε άλλα δεν γνωρίζουμε την ακριβή τους σημασία.
16 Ιουλίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Δήλος: αυτός που φαίνεται, που διακρίνεται, που είναι ορατός.
Συνέχεια »16 Ιουλίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Δηλωσίας: Πρόσωπο που δήλωσε εγγράφως ότι αποκηρύσσει τις πολιτικές του πεποιθήσεις, που έκανε δήλωση μετανοίας.
Συνέχεια »16 Ιουλίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Δημαιρεσία: οι εκλογές για την ανάδειξη δημοτικών αρχόντων (δημοτικές εκλογές).
Συνέχεια »16 Ιουλίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Δημεγέρτης: Αυτός που παρακινεί το λαό σε εξέγερση, που υποδαυλίζει στάση.
Συνέχεια »16 Ιουλίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Δήμευση: Η κατάσχεση ακινήτου ή περιουσιακού στοιχείου ιδιώτη προς όφελος του δημοσίου κατόπιν δικαστικής αποφάσεως.
Συνέχεια »16 Ιουλίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Δημοκόπος: Αυτός που προσπαθεί με κάθε τρόπο να κερδίσει την εύνοια και την εμπιστοσύνη του λαού, για να αποκομίσει πολιτικό και προσωπικό όφελος.
Συνέχεια »16 Ιουλίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Δημοσιά: Μεγάλος, δημόσιος δρόμος που διασχίζει την ύπαιθρο (όχι πόλεις ή κατοικημένες περιοχές).
Συνέχεια »16 Ιουλίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Δημοσιογραφίσκος: Άσημος και ανάξιος λόγου δημοσιογράφος, αυτός που δεν διαθέτει κύρος ανάμεσα στους ομοτέχνους της.
Συνέχεια »16 Ιουλίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Δεσποινάριο: Μικρό κορίτσι, πολύ νεαρή γυναίκα
Συνέχεια »16 Ιουλίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Δημοσιολογία: Η επιστημονική μελέτη και ενασχόληση με το δημόσιο δίκαιο και γενικότερα με τα πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα.
Συνέχεια »16 Ιουλίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Δέστρα: Σιδερένια στήλη, στερεωμένη στην προκυμαία ή στο κρηπίδωμα του λιμανιού, για να δένονται εκεί τα σχοινιά των πλοίων.
Συνέχεια »16 Ιουλίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Δημοσιονομία: Ο επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με τη συστηματική μελέτη των δημοσίων οικονομικών και συγκεκριμένα με την εξεύρεση τρόπων και μεθόδων για την καλύτερη δυνατή διαχείριση των οικονομικών του κράτους.
Συνέχεια »16 Ιουλίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Δετικά: το χρηματικό ποσό που δίνεται σε βιβλιοδέτη ως αμοιβή για την εργασία του.
Συνέχεια »16 Ιουλίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Δηώνω: Καταστρέφω και λεηλατώ χώρα, περιοχή (στην οποία έχω εισβάλει), κατοικία κ.λπ.
Συνέχεια »16 Ιουλίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Δευτερεία: Το δεύτερο βραβείο σε αγώνα, διαγωνισμό.
Συνέχεια »16 Ιουλίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Διαβάλλω: Διατυπώνω κατηγορίες ανυπόστατες, προσπαθώ να θίξω την υπόληψη (κάποιου) συκοφαντώντας τον.
Συνέχεια »