Μενού
Αρχική / Εγκυκλοπαίδεια / Λεξικό - Γλωσσάρια / Ελληνικό Λεξικό (Σελίδα 36)

Ελληνικό Λεξικό

Προσπάθεια δημιουργίας ένος λεξικού με λέξεις και έννοιες που συχνά χρησιμοποιούμε άλλα δεν γνωρίζουμε την ακριβή τους σημασία.

Γλύφανο

Γλύφανο: σφηνοειδές εργαλείο με κοφτερή κόψη στην άκρη της λεπίδας του , που παρασκευάζεται από ατσάλι και χρησιμοποιείται για κόψιμο ή σμίλευση ξύλου.

Συνέχεια »

Γλωσσαλγία

Γλωσσαλγία: στην ιατρική είναι ο πόνος στη γλώσσα . Μεταφορικά σημαίνει η ενοχλητική , κουραστική και υπερβολική σε διάρκεια ομιλία , η περιττή πολυλογία.

Συνέχεια »

Γκέλα

Γκέλα : Στο τάβλι, σημαίνει η κακή ζαριά κατά την οποία ο παίκτης φέρνει αριθμούς που αντιστοιχούν σε θέσεις κατειλημμένες από τα πούλια του αντιπάλου .Συχνότερα σημαίνει κάθε είδους αποτυχία ή αναποδιά.

Συνέχεια »

Γκροπλάν

Γκροπλάν : η σκηνοθετική τεχνική λήψεως εικόνας από κοντινή απόσταση και εστιάσεως σε λεπτομέρεια ή τμήμα γενικότερου πλάνου.

Συνέχεια »

Γλαρός

Γλαρός : αυτός που αποπνέει γαλήνη και ηρεμία . Χρησιμοποιείται και για τα μάτια , το βλέμμα και είναι αυτός που ακτινοβολεί ζωντάνια ή εκπέμπει ηδυπάθεια.

Συνέχεια »

Γκιόσα

Γκιόσα: γίδα ή προβατίνα μεγάλης ηλικίας , που δεν γεννά πλέον . Μεταφορικά το λέμε για γυναίκα γερασμένη , κακοφτιαγμένη και στριμμένη.

Συνέχεια »