Γλύφανο: σφηνοειδές εργαλείο με κοφτερή κόψη στην άκρη της λεπίδας του , που παρασκευάζεται από ατσάλι και χρησιμοποιείται για κόψιμο ή σμίλευση ξύλου.
Συνέχεια »Γλυφή
Γλυφή; Η λάξευση σκληρής ύλης , η χάραξη σκληρής επιφάνειας , κυρίως για τη δημιουργία γλυπτής παράστασης .
Συνέχεια »Γλυφός
Γλυφός: αυτός που έχει τη χαρακτηριστική γεύση της θαλασσινής αλμύρας , που είναι ελαφρώς αλμυρός.
Συνέχεια »Γλωσσαλγία
Γλωσσαλγία: στην ιατρική είναι ο πόνος στη γλώσσα . Μεταφορικά σημαίνει η ενοχλητική , κουραστική και υπερβολική σε διάρκεια ομιλία , η περιττή πολυλογία.
Συνέχεια »Γκέλα
Γκέλα : Στο τάβλι, σημαίνει η κακή ζαριά κατά την οποία ο παίκτης φέρνει αριθμούς που αντιστοιχούν σε θέσεις κατειλημμένες από τα πούλια του αντιπάλου .Συχνότερα σημαίνει κάθε είδους αποτυχία ή αναποδιά.
Συνέχεια »Γκροπλάν
Γκροπλάν : η σκηνοθετική τεχνική λήψεως εικόνας από κοντινή απόσταση και εστιάσεως σε λεπτομέρεια ή τμήμα γενικότερου πλάνου.
Συνέχεια »Γκέμι
Γκέμι : το χαλινάρι για τη συγκράτηση κα καθοδήγηση του αλόγου.
Συνέχεια »Γκρόσο μόντο
Γκρόσο μόντο: σε γενικές γραμμές , χωρίς αναφορά σε λεπτομέρειες.
Συνέχεια »Γκεσέμι
Γκεσέμι: ο τράγος ή το κριάρι που προπορεύεται και οδηγεί το κοπάδι.
Συνέχεια »Γκροτέσκος
Γκροτέσκος: αυτός που προκαλεί την αίσθηση του αλλόκοτου , του εξαιρετικά περίεργου.
Συνέχεια »Γκιλοτίνα
Γκιλοτίνα: ειδικός μηχανισμός που χρησιμοποιήθηκε παλαιότερα για τον αποκεφαλισμό καταδίκων.
Συνέχεια »Γλαρός
Γλαρός : αυτός που αποπνέει γαλήνη και ηρεμία . Χρησιμοποιείται και για τα μάτια , το βλέμμα και είναι αυτός που ακτινοβολεί ζωντάνια ή εκπέμπει ηδυπάθεια.
Συνέχεια »Γκινέα
Γκινέα : παλαιό χρυσό αγγλικό νόμισμα.
Συνέχεια »Γκιόνης
Γκιόνης: μικρή κουκουβάγια.
Συνέχεια »Γκιόσα
Γκιόσα: γίδα ή προβατίνα μεγάλης ηλικίας , που δεν γεννά πλέον . Μεταφορικά το λέμε για γυναίκα γερασμένη , κακοφτιαγμένη και στριμμένη.
Συνέχεια »Γκιουλέκας
Γκιουλέκας: αυτός που παριστάνει τον νταή , τον σκληρό , τον παλικαρά.
Συνέχεια »
asxetos.gr 15 χρόνια χρηστικό περιεχόμενο