Γάρος: 1. Αλατισμένο νερό μέσα στο οποίο διατηρούνται ελιές , ψάρια , λαχανικά κλπ. 2. Επίσης είναι και σάλτσα αποτελούμενη από μικρά ψάρια ή εντόσθια ψαριών , λεμόνι και λάδι. 3. Το λέκιασμα.
Συνέχεια »Γάρος
17 Ιουλίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Προσπάθεια δημιουργίας ένος λεξικού με λέξεις και έννοιες που συχνά χρησιμοποιούμε άλλα δεν γνωρίζουμε την ακριβή τους σημασία.
17 Ιουλίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Γάρος: 1. Αλατισμένο νερό μέσα στο οποίο διατηρούνται ελιές , ψάρια , λαχανικά κλπ. 2. Επίσης είναι και σάλτσα αποτελούμενη από μικρά ψάρια ή εντόσθια ψαριών , λεμόνι και λάδι. 3. Το λέκιασμα.
Συνέχεια »17 Ιουλίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Γασμούλος : στην Πελοπόννησο κατά την Φραγκοκρατία έτσι λεγόταν αυτός του οποίου ο ένας γονέας ήταν φραγκικής καταγωγής και ο άλλος ελληνικής.
Συνέχεια »17 Ιουλίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Γαστέρα : η κοιλιακή χώρα .
Συνέχεια »17 Ιουλίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Γαστραλγία : ο πόνος στην κοιλιακή χώρα.
Συνέχεια »17 Ιουλίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Γδούπος : ο απότομος , υπόκωφος θόρυβος.
Συνέχεια »17 Ιουλίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Γαλέτα : κομμάτι ή φέτα ψωμιού που έχει ξαναψηθεί , που δίνεται ως ξηρά τροφή σε στρατιώτες και ναυτικούς .
Συνέχεια »17 Ιουλίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Γέλη : το τζελ.
Συνέχεια »17 Ιουλίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Γαλή : η γάτα.
Συνέχεια »17 Ιουλίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Γεμιστής : παλιός και έμπειρος ναυτικός . Επίσης ειρωνικά είναι αυτός που δεν έχει σχέση με τη θάλασσα και προσποιείται τον πολύξερο.
Συνέχεια »6 Ιουλίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Βωλοκοπώ : σπάζω τους βώλους χώματος που έχουν δημιουργηθεί από το όργωμα , διαλύω τους βώλους , κάνοντας το έδαφος λείο.
Συνέχεια »6 Ιουλίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Βώτριδα : ο σκόρος.
Συνέχεια »6 Ιουλίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Γαβιάλης : κροκόδειλος που απαντά στην Ινδία και τη ΝΑ. Ασία.
Συνέχεια »6 Ιουλίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Γαβριάς : έξυπνος και ζωηρός αλητάκος.
Συνέχεια »6 Ιουλίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Γάδος : ο μικρός βακαλάος με μήκος έως και 40 εκατοστά . που αλιεύεται συνήθως σε αβαθή νερά κοντά στις ακτές .
Συνέχεια »6 Ιουλίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Γαζέτα : η καθημερινή εφημερίδα.
Συνέχεια »6 Ιουλίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Γαϊδουροκαλόκαιρο : υπερβολικά ζεστός καιρός.
Συνέχεια »
asxetos.gr 15 χρόνια χρηστικό περιεχόμενο