Γαιότοιχος : ειδικής κατασκευής τοίχος από συμπιεσμένη σε καλούπια αργιλώδη λάσπη , χρησιμοποιούμενος κυρίως σε προσωρινές οχυρωματικές εγκαταστάσεις.
Συνέχεια »Βυθοκόρος
Βυθοκόρος : το πλωτό μηχανικό σύστημα που χρησιμοποιείται σε υποβρύχιες εκσκαφές για την εκσκαφή του βυθού και τη διατήρηση του βάθους των καναλιών , ποταμών και λιμανιών , την αποκομιδή υλικών , την κατασκευή έργων και την περισυλλογή αντικειμένων αξίας.
Συνέχεια »Γαλαδελφός
Γαλαδελφός : ο αδελφός από την ίδια μάνα , αυτός που μοιράστηκε το γάλα της ίδιας μάνας .
Συνέχεια »Βυθοκόρηση
Βυθοκόρηση : η χρήση βυθοκόρου για την απομάκρυνση άμμου , βούρκου ή μολυσματικών προσμείξεων από το βυθό ποταμών , ακτών κ.ά.
Συνέχεια »Γαλαθηνός
Γαλαθηνός : αυτός που ακόμα θηλάζει . Κατ’ επέκταση νεαρός , τρυφερός.
Συνέχεια »Βύρσα
Βύρσα : το μεγάλης αντοχής δέρμα , που χρησιμοποιείται κυρίως ως κάλυμμα εξαρτημάτων , μηχανών ή σκευών που φθείρονται λόγω τριβής .
Συνέχεια »Γαλακτόρροια
Γαλακτόρροια : η αυτόματη έκκριση γάλακτος από τους μαστούς , που δεν συνδέεται με τις φυσιολογικές συνθήκες γαλουχίας , συνήθως έπειτα από έκτρωση ή αποβολή.
Συνέχεια »Βύρσωμα
Βύρσωμα : η επένδυση επιφάνειας με δέρμα .
Συνέχεια »Γαλαντόμος
Γαλαντόμος : αυτός που φέρεται με ευγένεια αβρότητα , γενναιοδωρία.
Συνέχεια »Βυσσοδομώ
Βυσσοδομώ : ασχολούμαι με παρασκηνιακά σχέδια και μεθοδεύσεις υπονόμευσης ή συκοφάντησης κάποιου .
Συνέχεια »Βωλοδέρνω
Βωλοδέρνω : υφίσταμαι βάσανα και ταλαιπωρίες , περιφερόμενος εδώ και εκεί .
Συνέχεια »Βωλοκοπώ
Βωλοκοπώ : σπάζω τους βώλους χώματος που έχουν δημιουργηθεί από το όργωμα , διαλύω τους βώλους , κάνοντας το έδαφος λείο.
Συνέχεια »Βώτριδα
Βώτριδα : ο σκόρος.
Συνέχεια »Βρίθω
Βρίθω : είμαι γεμάτος από κάτι
Συνέχεια »Βρογχεκτασία
Βρογχεκτασία : χρόνια ασθένεια των βρογχικών πόρων , που χαρακτηρίζεται από διεύρυνση τους και παροξυσμικό βήχα
Συνέχεια »Βρόχος
Βρόχος : θηλιά με μετακινούμενο κόμπο , που σφίγγει όσο τραβιέται το σχοινί . Θηλιά που χρησιμοποιείται για τη σύλληψη μικρών θηραμάτων .
Συνέχεια »
asxetos.gr 15 χρόνια χρηστικό περιεχόμενο