Εμβοή : το αίσθημα που δημιουργεί στα αφτιά ένας ήχος.
Συνέχεια »Εμβοή
2 Δεκεμβρίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Προσπάθεια δημιουργίας ένος λεξικού με λέξεις και έννοιες που συχνά χρησιμοποιούμε άλλα δεν γνωρίζουμε την ακριβή τους σημασία.
2 Δεκεμβρίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Εμβοή : το αίσθημα που δημιουργεί στα αφτιά ένας ήχος.
Συνέχεια »2 Δεκεμβρίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Ενασμενίζομαι : καμαρώνω για κάτι (που δεν έχω ή δεν πρέπει).
Συνέχεια »2 Δεκεμβρίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Εμβροχή : κάθε διαδικασία για την αποσκλήρυνση αντικειμένου ή υλικού ή τη διάλυση του με βύθιση σε υγρό.
Συνέχεια »2 Δεκεμβρίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Έμεσμα : το σύνολο των ουσιών που αποβάλλονται ως εμετός.
Συνέχεια »2 Δεκεμβρίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Εμιγκρές : μετανάστης που αυτοβούλως εκπατρίζεται καταφεύγοντας σε ξένη χώρα λόγω των διωγμών που υφίσταται στη χώρα του ή λόγω των πολιτικών συνθηκών που επικρατούν εκεί.
Συνέχεια »2 Δεκεμβρίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Εμμελής : αυτός που διαθέτει μελωδία, που έχει αρμονική και γλυκιά μουσική.
Συνέχεια »2 Δεκεμβρίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Έμμορφος : αυτός που έχει μορφοποιηθεί, που έχει σχήμα.
Συνέχεια »2 Δεκεμβρίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Εμπάργκο : ο εμπορικός αποκλεισμός χώρας από άλλη χώρα ή χώρες, η απαγόρευση διακινήσεως εμπορευμάτων προς και από αυτήν.
Συνέχεια »2 Δεκεμβρίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Εμπερίστατος : αυτός που είναι εξαιρετικά απασχολημένος, που έχει πολλές φροντίδες.
Συνέχεια »2 Δεκεμβρίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Εμπέτασμα : η επικάλυψη επιφάνειας τοίχου από χαρτί, η ταπετσαρία.
Συνέχεια »2 Δεκεμβρίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Έμπλεος : αυτός που είναι γεμάτος, που συναισθάνεται κάτι σε όλη του την έκταση.
Συνέχεια »2 Δεκεμβρίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Εμποιώ : γεννώ συγκεκριμένο συναίσθημα, λειτουργώ ως ερέθισμα εντυπώσεως και προκλήσεως συναισθηματικών αντιδράσεων.
Συνέχεια »2 Δεκεμβρίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Εμφαίνω : προβαίνω στη δήλωση, φανερώνω.
Συνέχεια »2 Δεκεμβρίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Εναγής : αυτός που φέρει πάνω του άγος, που βαρύνεται με ανόσια πράξη και τις συνέπειες της.
Συνέχεια »2 Δεκεμβρίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Εμαγιέ : σκεύος που η επιφάνεια του καλύπτεται από μια υαλώδη ουσία είτε για διακοσμητικούς λόγους είτε για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας τους.
Συνέχεια »2 Δεκεμβρίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Εναγκαλισμός : η στενή και τρυφερή περίπτυξη.
Συνέχεια »