Αχείμαντος : αυτός που δεν ταράζεται από τρικυμία . Συνήθως μεταφορικά , αυτός που δεν έχει δοκιμαστεί από δυστυχίες .
Συνέχεια »ΑΦΕΡΕΓΓΥΟΣ
Αφερέγγυος : αυτός που δεν εμπνέει εμπιστοσύνη , τον οποίο δεν μπορεί να να εμπιστευθεί .
Συνέχεια »ΑΧΛΥΣ
Αχλύς : η ελαφρά ομίχλη .Μεταφορικά , η κατήφεια του προσώπου .
Συνέχεια »ΑΦΕΡΙΜ
Αφερίμ : εύγε , μπράβο , καλώς ( τουρκ. aferim )
Συνέχεια »ΑΦΕΥΚΤΟΣ
Αφευκτος : αυτόςε που δεν μπορεί να τον αποφύγει κανείς .
Συνέχεια »ΑΦΗΛΙΟ
Αφήλιο : το σημείο της ελλειπτικής τροχιάς ενός πλανήτη ( ή κομήτη ) , το οποίο βρίσκεται στη μεγαλύτερη απόσταση από τον ήλιο .
Συνέχεια »ΑΦΘΟΡΟΣ
Αφθορος : αυτός που δεν έχει φθαρεί , που είναι ηθικός αγνός και αμόλυντος .
Συνέχεια »ΑΦΙΛΟΚΑΛΟΣ
Αφιλόκαλος : αυτός που δεν αγαπά το ωραίο , μη καλαίσθητος .
Συνέχεια »ΑΦΙΛΟΠΟΝΟΣ
Αφιλόπονος : αυτός που δεν αγαπά την εργασία .
Συνέχεια »ΑΥΤΟΧΡΗΜΑ
Αυτόχρημα : πραγματικά .
Συνέχεια »ΑΥΧΜΗΡΟΣ
Αυχμηρός : αυτός που έχει μαραθεί , ξεραθεί εντελώς από παρατεινόμενη ανομβρία ή γενικότερη έλλειψη νερού .
Συνέχεια »ΑΥΛΩΝΑΣ
Αυλώνας : η κοιλάδα που μοιάζει με αυλό .
Συνέχεια »ΑΦΑΛΑΤΩΣΗ
Αφαλάτωση : η διαδικασία αφαιρέσεως του αλατιού κυρ. θαλασσινό νερό , ώστε να καταστεί πόσιμο.
Συνέχεια »ΑΥΤΑΝΔΡΟΣ
Αύτανδρος : ( για καταποντισθέντα σκάφη ) με το σύνολο του πληρώματος ή των επιβατών .
Συνέχεια »ΑΦΑΡΠΑΖΩ
Αφαρπάζω : αρπάζω με βίαιο και αιφνιδιαστικό τρόπο , αφαιρώντας τα περιθώρια οποιασδήποτε αντιδράσεως .
Συνέχεια »ΑΥΤΕΠΑΓΓΕΛΤΟΣ
Αυτεπάγγελτος : αυτός που διενεργείται με πρωτοβουλία δικαστικής αρχής χωρίς την υποβολή αιτήματος .
Συνέχεια »