Αφορμίζω : δημιουργώ πυώδη φλεγμονή , προκαλώ μόλυνση και ερεθισμό της πληγής .
Συνέχεια »ΑΦΡΟΔΙΣΙΑΣΤΗΣ
Αφροδισιαστής : αυτός που παρουσιάζει έντονη ροπή προς τις σαρκικές απολαύσεις .
Συνέχεια »ΑΦΤΙΑΖΟΜΑΙ
Αφτιάζομαι : στήνω αφτί να ακούσω , ακούω με προσοχή , ακούω τυχαία .
Συνέχεια »ΑΦΕΙΔΗΣ
Αφειδής : αυτός που παρέχεται σε αφθονία ( για μη έμψυχα ).
Συνέχεια »ΑΦΥΗΣ
Αφυής : αυτός που στερείται ευφυΐας , μη ευφυής .
Συνέχεια »ΑΦΕΙΔΩΛΕΥΤΟΣ
Αφειδώλευτος : αυτός που παρέχεται απλόχερα , χωρίς φειδώ.
Συνέχεια »ΑΧΑΡΤΟΣΗΜΑΝΤΟΣ
Αχαρτοσήμαντος : έγγραφο στο οποίο δεν έχει επικολληθεί χαρτόσημο .
Συνέχεια »ΑΦΕΝΤΑΔΙΚΟΣ
Αφεντάδικος : αυτός που αρμόζει σε αφέντη.
Συνέχεια »ΑΧΕΙΜΑΝΤΟΣ
Αχείμαντος : αυτός που δεν ταράζεται από τρικυμία . Συνήθως μεταφορικά , αυτός που δεν έχει δοκιμαστεί από δυστυχίες .
Συνέχεια »ΑΥΤΟΔΗΛΟΣ
Αυτόδηλος : αυτός που είναι από μόνος του φανερός .
Συνέχεια »ΑΥΤΟΘΙ
Αυτόθι : στο ίδιο τοπικό σημείο , στον ίδιο χώρο . Ειδικότερα για παραπομπές , στο προαναφερθέν σημείο ( έργο , σελίδα , χωρίο , παράγραφος ) .
Συνέχεια »ΑΥΤΟΚΑΥΣΤΟ
Αυτόκαυστο : το αυτόκλειστο .
Συνέχεια »ΑΥΤΟΚΛΕΙΣΤΟ
Αυτόκλειστο : η χύτρα ταχύτητας , δοχείο συνήθως από χάλυβα ,του οποίου το πώμα κλείνει από μόνο του ερμητικά με εσωτερική πίεση , μπορεί να διατηρεί υψηλές θερμοκρασίες και πιέσεις , χρησιμοποιείται δε για χημικές αντιδράσεις , αποστερώσεις ιατρικών οργάνων …
Συνέχεια »ΑΥΤΟΜΕΛΟ
Αυτόμελο : στην εκκλησιαστική μουσική το τροπάριο που ψάλεται με ξεχωριστό μουσικό τρόπο και χρησιμοποιείται ως πρότυπη μελωδία για άλλα τροπάρια , τα καλούμενα “προσόμοια”.
Συνέχεια »ΑΥΤΟΝΟΜΙΣΤΗΣ
Αυτονομιστής : αυτός που υποστηρίζει ή μάχεται για τηναναγνώριση της αυτονομίας μιας περιοχής .
Συνέχεια »ΑΥΤΟΦΥΗΣ
Αυτοφυής : αυτός που φυτρώνει από μόνος του χωρίς καλλιέργεια .
Συνέχεια »
asxetos.gr 15 χρόνια χρηστικό περιεχόμενο