Εκών : αυτός που πράττει ή παθαίνει.
Συνέχεια »Εκών
11 Νοεμβρίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Προσπάθεια δημιουργίας ένος λεξικού με λέξεις και έννοιες που συχνά χρησιμοποιούμε άλλα δεν γνωρίζουμε την ακριβή τους σημασία.
11 Νοεμβρίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Εκών : αυτός που πράττει ή παθαίνει.
Συνέχεια »11 Νοεμβρίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Ελατόπισσα : το ρετσίνι του ελάτου, που χρησιμοποιείται στις βρογχικές παθήσεις.
Συνέχεια »11 Νοεμβρίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Ελαύνω : θέτω σε κίνηση, οδηγώ.
Συνέχεια »11 Νοεμβρίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Ελεεινολογώ : θεωρώ ή χαρακτηρίζω άξιο λύπησης.
Συνέχεια »11 Νοεμβρίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Ελίτ : το καλύτερο (κοινωνικά ή οικονομικά ή πνευματικά) τμήμα ενός κοινωνικού συνόλου.
Συνέχεια »11 Νοεμβρίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Ελλόγιμος : αυτός που διαπρέπει στα γράμματα, λόγιος, σοφός, επίσης για όσους έχουν ακαδημαϊκό τίτλο που δηλώνει διάκριση σε κάποιον τομέα.
Συνέχεια »11 Νοεμβρίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Εκπονώ : ασχολούμαι συστηματικά και με ιδιαίτερη φροντίδα με τη παραγωγή έργου.
Συνέχεια »11 Νοεμβρίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Έλλογος : αυτός που είναι σύμφωνος με τη λογική.
Συνέχεια »11 Νοεμβρίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Εκπορθώ : κυριεύω οχυρωμένη πόλη ύστερα από πολιορκία ή μάχη.
Συνέχεια »11 Νοεμβρίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Ελμινθίαση : ασθένεια που προκαλείται από παρασιτικούς σκώληκες στο έντερο.
Συνέχεια »11 Νοεμβρίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Εκπώμαστρο : το εργαλείο με το οποίο γίνεται η αφαίρεση πώματος.
Συνέχεια »11 Νοεμβρίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Ελόγου : αντί για τις αντωνυμίες εγώ, εσύ, αυτός κ.λπ.
Συνέχεια »11 Νοεμβρίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Έκρυθμος : αυτός που βρίσκεται στα πρόθυρα έκρηξης, που πρόκειται από στιγμή σε στιγμή να ξεσπάσει.
Συνέχεια »11 Νοεμβρίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Έλυτρο : μέρος ή σχηματισμός που περικλείεται στενά από μεμβράνη.
Συνέχεια »11 Νοεμβρίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Εκτάδην : σε ξαπλωτή στάση, φαρδιά – πλατιά.
Συνέχεια »11 Νοεμβρίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Εκτομίας : αυτός που έχει υποστεί ευνουχισμό.
Συνέχεια »