Ατέρμων : αυτός που δεν έχει τέλος .
Συνέχεια »ΑΣΤΟΧΑΣΙΑ
Αστοχασιά : η απερισκεψία , η έλλειψη σύνεσης .
Συνέχεια »ΑΤΘΙΔΟΓΡΑΦΟΣ
Ατθιδογράφος : ο αρχαίος ιστοριογράφος που είχε ως αντικείμενο την ιστορία των Αθηνών .
Συνέχεια »ΑΣΤΟΧΗΜΑ
Αστόχημα : η αστοχία , η εσφαλμένη ενέργεια , πράξη ή λόγος που κακώς έγινε ή ειπώθηκε .
Συνέχεια »ΑΤΛΑΖΙ
Ατλάζι : λείο , γυαλιστερό ύφασμα από μετάξι καθαρό ή συνυφασμένο με λινό , μαλλί ή βαμβάκι .
Συνέχεια »ΑΣΗΠΤΟΣ
Ασηπτος : αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να σαπίσει .Στην ιατρική είναι αυτός που έχει αποστειρωθεί ή απολυμανθεί , έτσι ώστε να μην υφίσταται κίνδυνος μολύνσεως .
Συνέχεια »ΑΣΗΨΙΑ
Ασηψία : η μη ύπαρξη σήψεως .
Συνέχεια »ΑΣΙΚΗΣ
Ασίκης : αυτός που διαθέτει παράστημα , κορμοστασιά , καθώς και λεβεντιά , γενναιότητα .
Συνέχεια »ΑΣΚΑΡΔΑΜΥΚΤΙ
Ασκαρδαμυκτί : χωρίς να ανοιγοκλείνουν τα μάτια ,με ατενές βλέμμα .
Συνέχεια »ΑΣΚΑΥΛΟΣ
Ασκαυλος : η γκάιντα.
Συνέχεια »ΑΣΚΕΡΙ
Ασκέρι : πολυπληθές στρατιωτικό σώμα που ανήκει είτε σε τακτικό είτε σε άτακτο στρατό . Είναι το μεγάλο ανοργάνωτο πλήθος ανθρώπων .
Συνέχεια »ΑΣΚΙΑΧΤΟΣ
Ασκιαχτος : αυτός που δεν σκιάζεται , που δεν τρομάζει ποτέ .
Συνέχεια »ΑΣΚΟΕΙΔΗΣ
Ασκοειδής : αυτός που μοιάζει με ασκό.
Συνέχεια »ΑΣΛΑΝΙ
Ασλάνι : το λιοντάρι . Μεταφορικά , είναι ο ρωμαλέος και δυνατός άνθρωπος σαν το λιοντάρι .
Συνέχεια »ΑΡΧΗΓΙΔΑ
Αρχηγίδα : το σκάφος στο οποίο επιβαίνει ο αρχηγός του στόλου ( ναυαρχίδα).
Συνέχεια »ΑΣΠΑΛΑΚΑΣ
Ασπάλακας : ο τυφλοπόντικας . Μεταφορικά , λέμε κάποιον που δεν μπορεί να δει , που δεν έχει οξυδέρκεια , που βρίσκεται σε πνευματικό σκοτάδι .
Συνέχεια »