Αρύς : αραιός .
Συνέχεια »ΑΡΥΣ
15 Απριλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Προσπάθεια δημιουργίας ένος λεξικού με λέξεις και έννοιες που συχνά χρησιμοποιούμε άλλα δεν γνωρίζουμε την ακριβή τους σημασία.
15 Απριλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αρύς : αραιός .
Συνέχεια »15 Απριλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αρσακειάδα : η μαθήτρια του Αρσακείου , εκπαιδευμένη με ιδιαίτερη προσοχή σε θέματα ήθους , αγωγής και τρόπων συμπεριφοράς .
Συνέχεια »15 Απριλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αρχαιοπινής : αυτός που διατηρεί πολλά αρχαϊκά στοιχεία .
Συνέχεια »15 Απριλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αρσενοκοίτης : αυτός που έχει σεξουαλικές σχέσεις με άντρες .
Συνέχεια »15 Απριλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αρχαιοπρεπής : αυτός που αρμόζει στους αρχαίους τρόπους , έθιμα , γλώσσα κ.λπ.
Συνέχεια »15 Απριλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αρταίνω : νοστιμίζω φαγητά με καρυκεύματα .
Συνέχεια »15 Απριλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αρχαιρεσίες : η εκλογική διαδικασία για την ανάδειξη αρχών ( μελών προεδρείου , διοικητικού συμβουλίου κ.λπ. ).
Συνέχεια »15 Απριλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αρταίνομαι : σταματώ τη νηστεία , τρώω φαγητό με αρτύματα .
Συνέχεια »15 Απριλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αρχέτυπο : αυτός που διαμορφώθηκε ήδη από την αρχή και μπορεί να αποτελέσει πρότυπο .
Συνέχεια »15 Απριλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αρτέμων : το μικρό τριγωνικό πανί του μικρού καταρτιού της πλώρης .
Συνέχεια »15 Απριλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αρτεργάτης : αυτός που εργάζεται σε αρτοποιείο ως ζυμωτής ή φουρνιστής .
Συνέχεια »15 Απριλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αρτεσιανό φρέαρ : πηγάδι που επικοινωνεί με υπόγειο υδροφόρο στρώμα και από το οποίο το νερό αναβλύζει χωρίς άντληση , λόγω φυσικής πιέσεως σύμφωνα με την αρχή των συγκοινωνούντων δοχείων .
Συνέχεια »15 Απριλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αρτι : (επίρρημα ) μόλις , πρόσφατα , προ ολίγου .
Συνέχεια »5 Απριλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αρθρίδιο : το περιορισμένης έκτασης άρθρο σε εφημερίδα ή περιοδικό .
Συνέχεια »5 Απριλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αρειμανίως : “καπνίζω αρειμανίως ” ..καπνίζω πάρα πολύ , συνεχώς και πολλά τσιγάρα.
Συνέχεια »5 Απριλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αργυραμοιβός : αυτός που ανταλλάσσει νομίσματα .
Συνέχεια »
asxetos.gr 15 χρόνια χρηστικό περιεχόμενο