Ακρώμιο : το ακραίο τμήμα του ώμου .
Συνέχεια »ΑΚΡΩΝΥΜΙΟ
Ακρωνύμιο : λέξη που σχηματίζεται από τα αρχικά γράμματα ή συλλαβές άλλων τάξεων .
Συνέχεια »ΑΚΡΩΡΕΙΑ
Ακρώρεια : η άκρη , η κορυφή του όρους .
Συνέχεια »ΑΚΥΡΟΛΟΓΙΑ
Ακυρολογία : η ακυρολεξία , η χρήση λέξεων ή εκφράσεων με ανακριβή σημασία .
Συνέχεια »Α ΚΑΠΕΛΑ
Α καπέλα : χωρίς συνοδεία μουσικών οργάνων .
Συνέχεια »ΑΚΡΟΑΜΑ
Ακρόαμα :ότι ακούει κανεί συνήθως σε δημόσιους χώρους ,και έχει χαρακτήρα ψυχαγωγικό (π.χ μουσικό κομμάτι , απαγγελία ).
Συνέχεια »ΑΚΑΡΙ
Άκαρι: καθένα από μια ομάδα ζωυφίων ( όπως ο σκόρος , το τσιμπούρι ) , τα οποία έχουν τη μορφή μικροσκοπικής αράχνης και ζουν είτε ελεύθερα , τρεφόμενα με οργανικά υπολλείματα , είτε ως παράσιτα των φυτών , των ζώων …
Συνέχεια »ΑΚΑΡΙΚΩΤΟ
Ακαρίκωτο : το ύφασμα που δεν έχει καρικωθεί , που δεν του έχουν ράψει τις άκρες για να μην ξεφτύζει .
Συνέχεια »ΑΚΑΤΑΛΟΓΙΣΤΟ
Ακαταλόγιστο : η έλλειψη ευθύνης για αξιόποινη πράξη , η έλλειψη καταλογισμού .
Συνέχεια »ΑΚΑΤΑΛΥΤΟΣ
Ακατάλυτος : αυτός που δεν καταλύεται , που διατηρείται.
Συνέχεια »ΑΚΕΡΚΟΣ
Άκερκος 🙁 για ζώα ) αυτός που δεν έχει ουρά .
Συνέχεια »ΑΚΕΤΟΝΗ
Ακετόνη : το ασετόν .
Συνέχεια »ΑΚΗΔΗΣ
Ακηδής : αυτός που δεν έχει φροντίδες και μέριμνες . Αυτός που δεν φροντίζει , δεν δείχνει ενδιαφέρον .
Συνέχεια »ΑΚΗΔΙΑ
Ακηδία : η έλλειψη φροντίδας και ενδιαφέροντος .
Συνέχεια »ΑΚΚΙΖΟΜΑΙ
Ακκίζομαι : προσποιούμαι πως δεν θέλω κάτι , ενώ το θέλω . Είμαι υπερήφανος για κάτι δικό μου και το δείχνω με τη συμπεριφορά μου .
Συνέχεια »ΑΚΛΗΡΟΣ
Άκληρος: αυτός που δεν έχει κληρονόμους . Αυτός που δεν κατάφερε να αποκτήσει παιδί .
Συνέχεια »