Ακροστασία : η γυμναστική άσκηση κατά την οποία ανυψώνει κανείς το σώμα του αργά , ώστε να στέκεται ακίνητος , στηριζόμενος στα δάχτυλα των ποδιών .
Συνέχεια »ΑΚΡΟΤΕΛΕΥΤΙΟΣ
Ακροτελεύτιος : ο απολύτως τελευταίος . “το ακροτελεύτιο ” : το περιοδικώς επαναλαμβανόμενο τμήμα ενός τραγουδιού .
Συνέχεια »ΑΚΡΩΔΥΝΙΑ
Ακροδυνία : ο πόνος των άκρων . Μορφή ρευματίτιδας .
Συνέχεια »ΑΚΡΩΜΙΟ
Ακρώμιο : το ακραίο τμήμα του ώμου .
Συνέχεια »ΑΚΑΙΡΩΣ
Ακαίρως :ανεπίκαιρα , σε ακατάλληλο χρόνο .
Συνέχεια »ΑΚΟΣΤΑΡΩ
Ακοστάρω : πλευρίζω στην παραλία , την αποβάθρα ή σε άλλο πλοίο ( για πλοία και βάρκες ).
Συνέχεια »ΕΥΚΑΙΡΩΣ – ΑΚΑΙΡΩΣ
Ευκαίρως – ακαίρως :πάει δεν πάει , πρέπει δεν πρέπει .
Συνέχεια »ΑΚΟΥΑΡΙΟΥΜ
Ακουάριουμ : το ενυδρείο .
Συνέχεια »ΑΚΑΝΘΟΧΟΙΡΟΣ
Ακανθόχοιρος : ο σκαντζόχοιρος .
Συνέχεια »ΑΚΡΙΤΟΜΥΘΟΣ
Ακριτόμυθος : αυτός που δεν μπορεί να κρατήσει μυστικό ,που κοινολογεί τα μυστικά που του έχουν εμπιστευθεί .
Συνέχεια »Α ΚΑΠΕΛΑ
Α καπέλα : χωρίς συνοδεία μουσικών οργάνων .
Συνέχεια »ΑΚΡΟΑΜΑ
Ακρόαμα :ότι ακούει κανεί συνήθως σε δημόσιους χώρους ,και έχει χαρακτήρα ψυχαγωγικό (π.χ μουσικό κομμάτι , απαγγελία ).
Συνέχεια »ΑΚΑΡΙ
Άκαρι: καθένα από μια ομάδα ζωυφίων ( όπως ο σκόρος , το τσιμπούρι ) , τα οποία έχουν τη μορφή μικροσκοπικής αράχνης και ζουν είτε ελεύθερα , τρεφόμενα με οργανικά υπολλείματα , είτε ως παράσιτα των φυτών , των ζώων …
Συνέχεια »ΑΚΑΡΙΚΩΤΟ
Ακαρίκωτο : το ύφασμα που δεν έχει καρικωθεί , που δεν του έχουν ράψει τις άκρες για να μην ξεφτύζει .
Συνέχεια »ΑΚΑΤΑΛΟΓΙΣΤΟ
Ακαταλόγιστο : η έλλειψη ευθύνης για αξιόποινη πράξη , η έλλειψη καταλογισμού .
Συνέχεια »ΑΚΑΤΑΛΥΤΟΣ
Ακατάλυτος : αυτός που δεν καταλύεται , που διατηρείται.
Συνέχεια »
asxetos.gr 15 χρόνια χρηστικό περιεχόμενο