Εκών : αυτός που πράττει ή παθαίνει.
Συνέχεια »Εκών
11 Νοεμβρίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Προσπάθεια δημιουργίας ένος λεξικού με λέξεις και έννοιες που συχνά χρησιμοποιούμε άλλα δεν γνωρίζουμε την ακριβή τους σημασία.
11 Νοεμβρίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Εκών : αυτός που πράττει ή παθαίνει.
Συνέχεια »11 Νοεμβρίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Ελατόπισσα : το ρετσίνι του ελάτου, που χρησιμοποιείται στις βρογχικές παθήσεις.
Συνέχεια »11 Νοεμβρίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Ελαύνω : θέτω σε κίνηση, οδηγώ.
Συνέχεια »11 Νοεμβρίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Ελεεινολογώ : θεωρώ ή χαρακτηρίζω άξιο λύπησης.
Συνέχεια »14 Οκτωβρίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Έκδοχο : κάθε φαρμακολογικά αδρανής ουσία, που χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με φάρμακο για επίτευξη επιθυμητού όγκου, πυκνότητας, σύστασης.
Συνέχεια »14 Οκτωβρίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Εκμαυλίζω : παρασύρω στη διαφθορά.
Συνέχεια »14 Οκτωβρίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Εκείθε : προς τα εκεί.
Συνέχεια »14 Οκτωβρίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Εκποδών : έξω από τα πόδια των άλλων, μακριά από τους άλλους.
Συνέχεια »14 Οκτωβρίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Εκεχειρία : η αναστολή των εχθροπραξιών για συγκεκριμένη χρονική περίοδο βάσει αμοιβαίας συμφωνίας των εμπόλεμων μερών.
Συνέχεια »14 Οκτωβρίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Εκζήτηση : η επιδίωξη της διαφοροποίησης, η σκόπιμη και επίμονη επιλογή ακραίων μορφών εκφράσεως.
Συνέχεια »14 Οκτωβρίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Εκθεσάς : ο φιλόλογος καθηγητής, που στα πλαίσια της φροντιστηριακής, εξωσχολικής εκπαίδευσης διδάσκει το μάθημα της έκθεσης.
Συνέχεια »14 Οκτωβρίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Εκθηλύνω : προσδίδω (σε κάποιον) χαρακτηριστικά (εμφάνισης ή συμπεριφοράς) που θεωρούνται γυναικεία, κάνω (κάποιον) θηλυπρεπή.
Συνέχεια »14 Οκτωβρίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Εκκαλώ : εφεσιβάλλω κατά δικαστικής αποφάσεως, ασκώ έφεση.
Συνέχεια »14 Οκτωβρίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Έκκαυμα : κομμάτι ξύλου που χρησιμοποιείται ως προσάναμμα.
Συνέχεια »14 Οκτωβρίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Εκκλητεύω : προσάγω (μάρτυρα) στο δικαστήριο δια της βίας.
Συνέχεια »14 Οκτωβρίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Εκκοκκίζω : ξεχωρίζω το σπέρμα (φυτού) από τις ύλες που το περιβάλλουν (μαζεύω τους σπόρους).
Συνέχεια »
asxetos.gr 15 χρόνια χρηστικό περιεχόμενο