Ελατόπισσα : το ρετσίνι του ελάτου, που χρησιμοποιείται στις βρογχικές παθήσεις.
Συνέχεια »Ελαύνω
Ελαύνω : θέτω σε κίνηση, οδηγώ.
Συνέχεια »Ελεεινολογώ
Ελεεινολογώ : θεωρώ ή χαρακτηρίζω άξιο λύπησης.
Συνέχεια »Ελίτ
Ελίτ : το καλύτερο (κοινωνικά ή οικονομικά ή πνευματικά) τμήμα ενός κοινωνικού συνόλου.
Συνέχεια »Εκείθε
Εκείθε : προς τα εκεί.
Συνέχεια »Εκποδών
Εκποδών : έξω από τα πόδια των άλλων, μακριά από τους άλλους.
Συνέχεια »Εκεχειρία
Εκεχειρία : η αναστολή των εχθροπραξιών για συγκεκριμένη χρονική περίοδο βάσει αμοιβαίας συμφωνίας των εμπόλεμων μερών.
Συνέχεια »Εκζήτηση
Εκζήτηση : η επιδίωξη της διαφοροποίησης, η σκόπιμη και επίμονη επιλογή ακραίων μορφών εκφράσεως.
Συνέχεια »Εκθεσάς
Εκθεσάς : ο φιλόλογος καθηγητής, που στα πλαίσια της φροντιστηριακής, εξωσχολικής εκπαίδευσης διδάσκει το μάθημα της έκθεσης.
Συνέχεια »Εκθηλύνω
Εκθηλύνω : προσδίδω (σε κάποιον) χαρακτηριστικά (εμφάνισης ή συμπεριφοράς) που θεωρούνται γυναικεία, κάνω (κάποιον) θηλυπρεπή.
Συνέχεια »Εκκαλώ
Εκκαλώ : εφεσιβάλλω κατά δικαστικής αποφάσεως, ασκώ έφεση.
Συνέχεια »Έκκαυμα
Έκκαυμα : κομμάτι ξύλου που χρησιμοποιείται ως προσάναμμα.
Συνέχεια »Εκκλητεύω
Εκκλητεύω : προσάγω (μάρτυρα) στο δικαστήριο δια της βίας.
Συνέχεια »Εκκοκκίζω
Εκκοκκίζω : ξεχωρίζω το σπέρμα (φυτού) από τις ύλες που το περιβάλλουν (μαζεύω τους σπόρους).
Συνέχεια »Εκκόλπωμα
Εκκόλπωμα : κάθε μη φυσιολογική κοιλότητα που μοιάζει με σάκο και η οποία επικοινωνεί με κάποιο κοίλο όργανο.
Συνέχεια »Έκκρουση
Έκκρουση : η αποβολή (σίγηση) φωνήεντος κατά τη συνάντηση δύο φωνηέντων μέσα στη φράση, στο τέλος μιας λέξης και στην αρχή μιας άλλης, όπου το ισχυρό φωνήεν αποβάλλει ασθενές ή ασθενέστερο φωνήεν.
Συνέχεια »
asxetos.gr 15 χρόνια χρηστικό περιεχόμενο