Εισρόφηση : η διείσδυση υγρών ή στερεών ουσιών στις αναπνευστικές οδούς, κυρίως όταν δεν λειτουργούν τα λαρυγγικά αντανακλαστικά ή λόγω απότομης εισπνής.
Συνέχεια »Ειωθός
Ειωθός : οτιδήποτε επαναλαμβάνεται κατά σταθερή συχνότητα, η συνήθεια.
Συνέχεια »Εκάστοτε
Εκάστοτε : σε κάθε περίπτωση, κάθε φορά.
Συνέχεια »Εκάτερος
Εκάτερος : ο καθένας από τους δύο, ο καθένας ξεχωριστά.
Συνέχεια »Εκατέρωθεν
Εκατέρωθεν : και από τις δύο πλευρές ξεχωριστά, και από τη μία και από την άλλη.
Συνέχεια »Εκατομβή
Εκατομβή : απώλεια μεγάλου αριθμού ζώων από βίαιο θάνατο.
Συνέχεια »Εκατονταρχία
Εκατονταρχία : το αξίωμα και η θητεία του εκατοντάρχου.
Συνέχεια »Εκβάλλω
Εκβάλλω : ωθώ προς τα έξω, βγάζω έξω.
Συνέχεια »Εκβράζω
Εκβράζω : ωθώ προς τα έξω με την άνωση, με υπόγεια ρεύματα ή παλίρροια, βγάζω στην ξηρά.
Συνέχεια »Εκβραχισμός
Εκβραχισμός : η απόσπαση και απομάκρυνση ή σύνθλιψη και διάλυση των βράχων.
Συνέχεια »Ειρωνεία
Ειρωνεία : η χρήση του λόγου κατά τέτοιον τρόπο, ώστε το αποδιδόμενο νόημα να αντιτίθεται στο κυριολεκτικό.
Συνέχεια »Εκγλύφανο
Εκγλύφανο : περιστροφικό κοπτικό εξάρτημα από χάλυβα με ενσωματωμένη πρόσθετη οδόντωση, που σχηματίζει κοπτικές ακμές συμμετρικά γύρω από τον άξονα περιστροφής του και χρησιμοποιείται στην κατεργασία επιφανειών.
Συνέχεια »Εθνοτικός
Εθνοτικός : αυτός που σχετίζεται με πληθυσμιακή ομάδα ενός έθνους, η οποία αποτελεί ενότητα.
Συνέχεια »Ειδεμή
Ειδεμή : σε αντίθετη περίπτωση, διαφορετικά.
Συνέχεια »Ειδεχθής
Ειδεχθής : αυτός που είναι αποκρουστικός στη όψη και τη θέα, αυτός που προκαλεί αηδία και αποτροπιασμό.
Συνέχεια »Ειδότες
Ειδότες : αυτοί που γνωρίζουν καλά τα πράγματα.
Συνέχεια »