Λουζγιάζου = μπερδεύω
Συνέχεια »Λιαούντ’ς
Λιαούντ’ς (ο) = ο μικρόσωμος αλλά έξυπνος και αεικίνητος
Συνέχεια »Λιακούτια
Λιακούτια (τα) = άνοστα, νερόβραστα φαγητά
Συνέχεια »Λαγκιόλια
Λαγκιόλια (τα) = λοξές πιέτες
Συνέχεια »Λιμπαντές
Λιμπαντές (ο) = γυναικείο πουκάμισο, κεντημένο, με μανίκια
Συνέχεια »Λουντίνια
Λουντίνια (τα) = μεταξωτά υφαντά προσόψια με δαντέλα γύρω που τα χρησιμοποιούσαν για διακόσμηση
Συνέχεια »Λένγκου
Λένγκου (γυν. όνομα) = Ελένη
Συνέχεια »Λιάτσιους
Λιάτσιους (ανδρ.όνομα) = Ηλίας
Συνέχεια »Κριών΄ς, Κριωνάκος, Κριώναρος
Κριών΄ς, Κριωνάκος, Κριώναρος (ο) = αλήτης, συνήθως τα παιδιά μεγαλύτερης ηλικίας που γυρνάνε στούς δρόμους
Συνέχεια »Κουταλεύου
Κουταλεύου (ρημ.) = ψάχνω
Συνέχεια »Κατώφιλους
Κατώφιλους (ο) = το ξύλινο κεφαλόσκαλο
Συνέχεια »Κώτιας
Κώτιας (ανδρ. ονομα) = Κων/νος
Συνέχεια »Καρά
Καρά (η) = καρυδιά
Συνέχεια »Κανέστρα
Κανέστρα (η) = πανέρι
Συνέχεια »Κουσιό
Κουσιό (τον Κουσίον) = γρήγορα, ταχέως
Συνέχεια »Κατρατσιάρ’ς
Κατρατσιάρ’ς (ο) = το πολύ άτακτο παιδί που τα φέρνει όλα άνω κάτω
Συνέχεια »