Καρά (η) = καρυδιά
Συνέχεια »Καρά
4 Σεπτεμβρίου, 2006Κοζανίτικο γλωσσάριο
Προσπάθεια δημιουργίας ενός κοζανητικού λεξικού με φράσεις και λέξεις από την όμορφη Κοζάνη.
4 Σεπτεμβρίου, 2006Κοζανίτικο γλωσσάριο
Καρά (η) = καρυδιά
Συνέχεια »4 Σεπτεμβρίου, 2006Κοζανίτικο γλωσσάριο
Κανέστρα (η) = πανέρι
Συνέχεια »4 Σεπτεμβρίου, 2006Κοζανίτικο γλωσσάριο
Κουσιό (τον Κουσίον) = γρήγορα, ταχέως
Συνέχεια »4 Σεπτεμβρίου, 2006Κοζανίτικο γλωσσάριο
Κατρατσιάρ’ς (ο) = το πολύ άτακτο παιδί που τα φέρνει όλα άνω κάτω
Συνέχεια »4 Σεπτεμβρίου, 2006Κοζανίτικο γλωσσάριο
Κατσιαούλια (τα) = σαγόνια
Συνέχεια »4 Σεπτεμβρίου, 2006Κοζανίτικο γλωσσάριο
Κριτσιάν’ (το) = δριμύ ψύχος
Συνέχεια »4 Σεπτεμβρίου, 2006Κοζανίτικο γλωσσάριο
Κιφσένκ’ους (ο) = νευρικός
Συνέχεια »4 Σεπτεμβρίου, 2006Κοζανίτικο γλωσσάριο
Κανίσια (τα) = τα δώρα που έστελναν οι καλεσμένοι στο γάμο
Συνέχεια »4 Σεπτεμβρίου, 2006Κοζανίτικο γλωσσάριο
Κυρατζής (ο) = αγωγιάτης μεγάλων αποστάσεων
Συνέχεια »4 Σεπτεμβρίου, 2006Κοζανίτικο γλωσσάριο
Καμάρωσιν τ’ς μασκαρέτις (έκφραση) = πέθανε, τα τίναξε
Συνέχεια »4 Σεπτεμβρίου, 2006Κοζανίτικο γλωσσάριο
Κρέχτο (επιθ.) = δροσερό
Συνέχεια »4 Σεπτεμβρίου, 2006Κοζανίτικο γλωσσάριο
Κουτσιαλουμένου (επιθ.) = παγωμένο, κοκαλομένο
Συνέχεια »29 Απριλίου, 2006Κοζανίτικο γλωσσάριο
Καλιγόνου (ρήμα) = πεταλώνω
Συνέχεια »29 Απριλίου, 2006Κοζανίτικο γλωσσάριο
Κουνουστώ (ρήμα) = κάνω παρέα, συναναστρέφομαι
Συνέχεια »29 Απριλίου, 2006Κοζανίτικο γλωσσάριο
Καρκαλιέμαι (ρήμα) = γελώ (έντονα και με διάρκεια)
Συνέχεια »29 Απριλίου, 2006Κοζανίτικο γλωσσάριο
Καντίζου (ρήμα) = βάζω ζάχαρη, ζαχαρώνω
Συνέχεια »