Καρούτα (η) = πατητήρι σταφυλιών
Συνέχεια »Κουφωτύλι
Κουφωτύλι (το) = ξύλινη τάπα για τόν τίλο (βλέπε τίλος)
Συνέχεια »Κούρπετο
Κούρπετο (το) = μεθυσμένος
Συνέχεια »Κουρμάδα
Κουρμάδα (η) = κακότυχη, καϋμένη
Συνέχεια »Κατσιούλα
Κατσιούλα (η) = μάλλινο σκουφί
Συνέχεια »Καϊπχιώνου
Καϊπχιώνου = κρύβω κάτι ασφαλώς
Συνέχεια »Ιμπρέτ’
Ιμπρέτ’ (το) = γενάτι
Συνέχεια »Καλίνκα
Καλίνκα (η) = το ρόδι
Συνέχεια »Ιλιάτσια
Ιλιάτσια (τα) = βότανα
Συνέχεια »Κρούου
Κρούου (ρημ.) = χτυπώ
Συνέχεια »Ισιάδα
Ισιάδα (η) = αλήθεια
Συνέχεια »Κιλάρ’
Κιλάρ’ (το) = αποθήκη, υπόγειο
Συνέχεια »Ιχράμ’
Ιχράμ’ (το) = υφαντό σεντόνι της εποχής
Συνέχεια »Κιπιζές
Κιπιζές (ο) = περίγελως
Συνέχεια »Κασμ’ρεύου
Κασμ’ρεύου = κοροιδεύω. Προέρχεται απο το «χασοημερεύω» καθ΄ όσον οι χασομέρηδες ασχολούνται με το κουτσομπολιό και το σκώμα.
Συνέχεια »Κιουσιές
Κιουσιές (ο) = γωνία
Συνέχεια »
asxetos.gr 15 χρόνια χρηστικό περιεχόμενο