Ζλάπ’ (το) = αγρίμι
Συνέχεια »Ζλάπ’
12 Μαρτίου, 2006Κοζανίτικο γλωσσάριο
Προσπάθεια δημιουργίας ενός κοζανητικού λεξικού με φράσεις και λέξεις από την όμορφη Κοζάνη.
12 Μαρτίου, 2006Κοζανίτικο γλωσσάριο
Ζλάπ’ (το) = αγρίμι
Συνέχεια »12 Μαρτίου, 2006Κοζανίτικο γλωσσάριο
Ζουρζουβίλτς΄ (ο) = το αεικίνητο, άτακτο παιδί
Συνέχεια »12 Μαρτίου, 2006Κοζανίτικο γλωσσάριο
Ζανάτ’ (το) = επάγγελμα, δουλεία
Συνέχεια »12 Μαρτίου, 2006Κοζανίτικο γλωσσάριο
Ζιντλάρ’ς (ο) = κατα βάθος σημαίνει αυτός πού δεν έχει αξιοπρέπεια καί όχι ο κατώτερης κοινωνικής τάξεως άνθρωπος όπως ίσως πλατύτερα εννοείται
Συνέχεια »21 Ιανουαρίου, 2006Κοζανίτικο γλωσσάριο
Γωγούλ’τς (ανδρ. όνομα) = Γιώργος
Συνέχεια »21 Ιανουαρίου, 2006Κοζανίτικο γλωσσάριο
Γκουλιαρίδις (οι) = γάμπες
Συνέχεια »21 Ιανουαρίου, 2006Κοζανίτικο γλωσσάριο
Γαλίκι (το) = μεγάλο καλάθι απο κλαριά, για την μεταφορά συνήθως των σταφυλιών
Συνέχεια »21 Ιανουαρίου, 2006Κοζανίτικο γλωσσάριο
Δραγκόνουμι = πιάνομαι (λουμπάγκο π.χ. μέση, πλευρά)
Συνέχεια »21 Ιανουαρίου, 2006Κοζανίτικο γλωσσάριο
Γκουρτσιά (η) = αχλαδιά
Συνέχεια »21 Ιανουαρίου, 2006Κοζανίτικο γλωσσάριο
Διάφουρουν (το) = ωφέλεια (π.χ. «του πήριν διάφουρουν») = το επωφελήθηκε
Συνέχεια »21 Ιανουαρίου, 2006Κοζανίτικο γλωσσάριο
Γριντόνουμι (ρημ.) = πέφτω
Συνέχεια »21 Ιανουαρίου, 2006Κοζανίτικο γλωσσάριο
Γκαγκζιά (η) = αγριοβατσινιά, βατομουριά
Συνέχεια »21 Ιανουαρίου, 2006Κοζανίτικο γλωσσάριο
Γκουργκόλ’ (το) = η μπίλια , ο βώλος
Συνέχεια »21 Ιανουαρίου, 2006Κοζανίτικο γλωσσάριο
Γκαργκούλ’ (το) = μαντήλι κεφαλιού
Συνέχεια »21 Ιανουαρίου, 2006Κοζανίτικο γλωσσάριο
Γκλιάγκουρας (ο) = μεγαλόσωμο παιδί από την κατασκευή του, που δεν του επιτρέπει να φαίνεται για παιδί ακόμα και αν είναι
Συνέχεια »21 Ιανουαρίου, 2006Κοζανίτικο γλωσσάριο
Γκόλιαβους (επιθ.) = γυμνός, ακάλυπτος
Συνέχεια »