Γωγούλ’τς (ανδρ. όνομα) = Γιώργος
Συνέχεια »Γκουλιαρίδις
Γκουλιαρίδις (οι) = γάμπες
Συνέχεια »Γαλίκι
Γαλίκι (το) = μεγάλο καλάθι απο κλαριά, για την μεταφορά συνήθως των σταφυλιών
Συνέχεια »Δραγκόνουμι
Δραγκόνουμι = πιάνομαι (λουμπάγκο π.χ. μέση, πλευρά)
Συνέχεια »Γκουρτσιά
Γκουρτσιά (η) = αχλαδιά
Συνέχεια »Διάφουρουν
Διάφουρουν (το) = ωφέλεια (π.χ. «του πήριν διάφουρουν») = το επωφελήθηκε
Συνέχεια »Γριντόνουμι
Γριντόνουμι (ρημ.) = πέφτω
Συνέχεια »Γκαγκζιά
Γκαγκζιά (η) = αγριοβατσινιά, βατομουριά
Συνέχεια »Γκλιαρώνω (ρημ.)
Γκλιαρώνω (ρημ.) = πνίγω
Συνέχεια »Γινατιάζουμαι (ρημ.)
Γινατιάζουμαι (ρημ.) = θυμώνω
Συνέχεια »Γραπατσώνουμι
Γραπατσώνουμι (ρημ) = πιάνομαι, καθηλώνομαι κάπου με τα νύχια μου
Συνέχεια »Γκουργκιλώ
Γκουργκιλώ (ρημ.) = κυλώ
Συνέχεια »Γουμάρα
Γουμάρα (η) = γαιδούρα
Συνέχεια »Γιοργάνι
Γιοργάνι (το) = πάπλωμα
Συνέχεια »Βραγκαλνώ
Βραγκαλνώ = πληρώνω
Συνέχεια »Γίνκλα (η)
Γίνκλα (η) = δερμάτινο λουρί που περνούσε κάτω απο την κοιλία του ζώου και στήριζε το σαμάρι
Συνέχεια »