Δραγκόνουμι = πιάνομαι (λουμπάγκο π.χ. μέση, πλευρά)
Συνέχεια »Γκουρτσιά
Γκουρτσιά (η) = αχλαδιά
Συνέχεια »Διάφουρουν
Διάφουρουν (το) = ωφέλεια (π.χ. «του πήριν διάφουρουν») = το επωφελήθηκε
Συνέχεια »Γριντόνουμι
Γριντόνουμι (ρημ.) = πέφτω
Συνέχεια »Γκαγκζιά
Γκαγκζιά (η) = αγριοβατσινιά, βατομουριά
Συνέχεια »Γκουργκόλ’
Γκουργκόλ’ (το) = η μπίλια , ο βώλος
Συνέχεια »Γκαργκούλ’
Γκαργκούλ’ (το) = μαντήλι κεφαλιού
Συνέχεια »Γκλιάγκουρας
Γκλιάγκουρας (ο) = μεγαλόσωμο παιδί από την κατασκευή του, που δεν του επιτρέπει να φαίνεται για παιδί ακόμα και αν είναι
Συνέχεια »Γκουργκιλώ
Γκουργκιλώ (ρημ.) = κυλώ
Συνέχεια »Γουμάρα
Γουμάρα (η) = γαιδούρα
Συνέχεια »Γιοργάνι
Γιοργάνι (το) = πάπλωμα
Συνέχεια »Βραγκαλνώ
Βραγκαλνώ = πληρώνω
Συνέχεια »Γίνκλα (η)
Γίνκλα (η) = δερμάτινο λουρί που περνούσε κάτω απο την κοιλία του ζώου και στήριζε το σαμάρι
Συνέχεια »Βιρβιρίζομαι
Βιρβιρίζομαι = πονάω, αισθάνομαι οξύ καυστικό πόνο
Συνέχεια »Γκιζιρνώ
Γκιζιρνώ (ρημ.) = τριγυρνάω
Συνέχεια »Βαΐζου
Βαΐζου = γέρνω ή ξαπλώνω πρόχειρα για έναν σύντομο ύπνο
Συνέχεια »
asxetos.gr 15 χρόνια χρηστικό περιεχόμενο