Αρβανίκους (ο) = πηγάδι. Προέρχεται απο το αναβρυκώς (του ρηματος αναβρύω)
Συνέχεια »Αστουχνώ
Αστουχνώ = ξεχνώ
Συνέχεια »Αρνίθα
Αρνίθα (η) = κότα (αρχ. Ελλ. «όρνιθα»)
Συνέχεια »Αξαμόνω
Αξαμόνω (ρημ.) = πιάνω
Συνέχεια »Ανιέτ΄
Ανιέτ΄ (το) = έθιμο, συνήθεια
Συνέχεια »Άϊσμα
Άϊσμα (το) = δυόσμος
Συνέχεια »Αδουκιέμαι
Αδουκιέμαι (ρημ.) = αναπολώ
Συνέχεια »Αρμός
Αρμός (ο) = φόρα (μι αρμόν= με φόρα)
Συνέχεια »Ασλάν΄ς
Ασλάν΄ς (ο) = λιοντάρι, δυνατός
Συνέχεια »Αραθυμούμαι
Αραθυμούμαι (ρημ.) = θυμάμαι
Συνέχεια »Αρχαίνου
Αρχαίνου (ρημ.) = δροσίζομαι
Συνέχεια »Άλτσους
Άλτσους (ο) = αλυσίδα
Συνέχεια »Αφ΄κριέμαι
Αφ΄κριέμαι (ρημ.) = αφουγκράζομαι
Συνέχεια »Αρχαίνου
Αρχαίνου (ρημ.) = δροσίζομαι
Συνέχεια »Αρίτσιους
Αρίτσιους (ο) = σκαντζόχοιρος
Συνέχεια »Απουλνώ τα μπλάρια
Απουλνώ τα μπλάρια (εκφ.) = κάνω εμετό
Συνέχεια »