Αγροικώ = ξέρω, γνωρίζω, σκαμπάζω
Συνέχεια »Αντραλίζουμι
Αντραλίζουμι (ρημ.) = ζαλίζομαι
Συνέχεια »Αλιχτώ
Αλιχτώ (ρημ.) = γαυγίζω, ουρλιάζω
Συνέχεια »Άναφταν οι πουδές τ΄ς
Άναφταν οι πουδές τ΄ς (εκφρ.) = βιάζονταν
Συνέχεια »Αρνέκ΄
Αρνέκ΄ (το) = δείγμα, παράδειγμα
Συνέχεια »Ανταργιάζουμαι
Ανταργιάζουμαι (ρημ.) = αναστατώνομαι
Συνέχεια »Αμσίσ΄κα
Αμσίσ΄κα (ρημα) = αναφέρεται μόνο στον αόριστο και σημαίνει: σιχάθηκα, βαρέθηκα
Συνέχεια »Αυλαγάς
Αυλαγάς (ο) = μεγάλος πλατύς χώρος
Συνέχεια »