Σπλινίζουμι (ρημ.) = ζηλεύω, λιμπίζομαι
Συνέχεια »Σχ΄τιά
Σχ΄τιά (τα) = κουβέρτες
Συνέχεια »Σώπα κι μούλουνι
Σώπα κι μούλουνι (έκφραση) = σώπα και μή μιλάς, με την ένοια, «πάλι καλά, υπάρχουν και χειρότερα»
Συνέχεια »Σιντούκι
Σιντούκι (το) = φέρετρο
Συνέχεια »Σκαρκάλι
Σκαρκάλι (το) = ακρίδα
Συνέχεια »Στραβός
Στραβός (επιθ.) = τυφλός, αυτός που δεν βλέπει καλά
Συνέχεια »Σουλταρής
Σουλταρής (o) = ανεπρόκος (άτακτος που τριγυρνάει συνεχώς)
Συνέχεια »Σιαρσιάρου
Σιαρσιάρου (η) = δροσιστική βροχή
Συνέχεια »Σαλτανάτι
Σαλτανάτι (το) = περηφάνεια
Συνέχεια »Σιούσκα
Σιούσκα (η) = καρούμπαλο
Συνέχεια »Σιούκλα
Σιούκλα (η) = κουκουνάρα
Συνέχεια »Στιβάλια
Στιβάλια (τα) = μπότες.
Συνέχεια »Σιαϊτάντς
Σιαϊτάντς (ο) = το έξυπνο ταχύτατο παιδί. Διαβολάκος
Συνέχεια »Σ’χαρίκια
Σ’χαρίκια (τα) = καλές ειδήσεις. Χρησιμοποιείται κυρίως σε ευχάριστες περιπτώσεις π.χ. αρραβώνες
Συνέχεια »Στινούρα
Στινούρα (η) = το πολύ στενό δρομάκι. π.χ. « ή στενούρα τ΄ Νταϊρούσ΄»
Συνέχεια »Ρίχνουμι
Ρίχνουμι (ρημ.) = πηδώ
Συνέχεια »