Σακκούλ’ (το) = Η σχολική τσάντα απο χοντρό πανί ή υφαντό. Την κρεμούσαν στον ώμο. Το ίδιο έπαιρναν και στα κάλαντα των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς για να βάζουν μέσα τα «κόλιαντα» και τα «σούρβα»
Συνέχεια »Ρουκόνω
Ρουκόνω (ρημ.) = χώνω
Συνέχεια »Σαλιάργια
Σαλιάργια (τα) = νόστιμα κοζανίτικα γλυκά σε σχήμα μελομακάρονου αλλά πιο μεγάλα και πασπαλισμένα με χοντρή ζάχαρη
Συνέχεια »Ροποτώ
Ροποτώ (ρημ.) = χοροπηδώ
Συνέχεια »Σουρίζου
Σουρίζου (ρημ.) = σφυρίζω
Συνέχεια »Ριζέδες
Ριζέδες (οι) = μεντεσέδες
Συνέχεια »Συμπλ’ώ
Συμπλ’ώ (ρημ.) = αρχαία ελλ. «συμπιλώ = συμπιέζω»
Συνέχεια »Ρουγκαλνώ
Ρουγκαλνώ (ρημ.) = ρεύομαι
Συνέχεια »Σουντώ
Σουντώ (ρημ.) = ορμώ
Συνέχεια »Συ’ίζουμι
Συ’ίζουμι (ρημ.) = συνγχίζομαι, στενοχωριέμαι. Συνήθως απο αιφνίδιο γεγονός
Συνέχεια »Σιβαίνου
Σιβαίνου (ρημ.) = μπαίνω μέσα
Συνέχεια »Σ’νί
Σ’νί (το) = ταψί
Συνέχεια »Πογκοφωλιά
Πογκοφωλιά (η) = ιστός αράχνης, αραχνοφωλιά
Συνέχεια »Πλατάρια
Πλατάρια (τα) = φτερά
Συνέχεια »Παμπόρι
Παμπόρι (το) = χαρταετός
Συνέχεια »Πλόχιρου
Πλόχιρου (το) = χούφτα
Συνέχεια »