Σ’νί (το) = ταψί
Συνέχεια »Σ’νί
3 Ιουνίου, 2007Κοζανίτικο γλωσσάριο
Προσπάθεια δημιουργίας ενός κοζανητικού λεξικού με φράσεις και λέξεις από την όμορφη Κοζάνη.
3 Ιουνίου, 2007Κοζανίτικο γλωσσάριο
Σ’νί (το) = ταψί
Συνέχεια »3 Ιουνίου, 2007Κοζανίτικο γλωσσάριο
Σαλτανάτι (το) = περηφάνεια
Συνέχεια »3 Ιουνίου, 2007Κοζανίτικο γλωσσάριο
Σιούσκα (η) = καρούμπαλο
Συνέχεια »3 Ιουνίου, 2007Κοζανίτικο γλωσσάριο
Σιούκλα (η) = κουκουνάρα
Συνέχεια »3 Ιουνίου, 2007Κοζανίτικο γλωσσάριο
Στιβάλια (τα) = μπότες.
Συνέχεια »3 Ιουνίου, 2007Κοζανίτικο γλωσσάριο
Σιαϊτάντς (ο) = το έξυπνο ταχύτατο παιδί. Διαβολάκος
Συνέχεια »3 Ιουνίου, 2007Κοζανίτικο γλωσσάριο
Σ’χαρίκια (τα) = καλές ειδήσεις. Χρησιμοποιείται κυρίως σε ευχάριστες περιπτώσεις π.χ. αρραβώνες
Συνέχεια »3 Ιουνίου, 2007Κοζανίτικο γλωσσάριο
Στινούρα (η) = το πολύ στενό δρομάκι. π.χ. « ή στενούρα τ΄ Νταϊρούσ΄»
Συνέχεια »3 Ιουνίου, 2007Κοζανίτικο γλωσσάριο
Ρίχνουμι (ρημ.) = πηδώ
Συνέχεια »3 Ιουνίου, 2007Κοζανίτικο γλωσσάριο
Σακκούλ’ (το) = Η σχολική τσάντα απο χοντρό πανί ή υφαντό. Την κρεμούσαν στον ώμο. Το ίδιο έπαιρναν και στα κάλαντα των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς για να βάζουν μέσα τα «κόλιαντα» και τα «σούρβα»
Συνέχεια »3 Ιουνίου, 2007Κοζανίτικο γλωσσάριο
Ρουκόνω (ρημ.) = χώνω
Συνέχεια »3 Ιουνίου, 2007Κοζανίτικο γλωσσάριο
Σαλιάργια (τα) = νόστιμα κοζανίτικα γλυκά σε σχήμα μελομακάρονου αλλά πιο μεγάλα και πασπαλισμένα με χοντρή ζάχαρη
Συνέχεια »10 Απριλίου, 2007Κοζανίτικο γλωσσάριο
Πραχαλνώ (ρημ.) = τρώω, καταβροχθίζω
Συνέχεια »10 Απριλίου, 2007Κοζανίτικο γλωσσάριο
Πουλιμώ (ρημ.) = πετάω κάτι μακριά
Συνέχεια »10 Απριλίου, 2007Κοζανίτικο γλωσσάριο
Παρα σ’καλνώ (ρημα) = χάνω τα λογικά μου. Συνηθως λέγεται : « του παρα σ’κάλτσ’ν» : τό ΄χασε
Συνέχεια »10 Απριλίου, 2007Κοζανίτικο γλωσσάριο
Πιντάργια (τα) = παιδικό παιχνίδι της εποχής με κέρματα (πενηντάρια)
Συνέχεια »