Σιούσκα (η) = καρούμπαλο
Συνέχεια »Σιούκλα
Σιούκλα (η) = κουκουνάρα
Συνέχεια »Στιβάλια
Στιβάλια (τα) = μπότες.
Συνέχεια »Σιαϊτάντς
Σιαϊτάντς (ο) = το έξυπνο ταχύτατο παιδί. Διαβολάκος
Συνέχεια »Σ’χαρίκια
Σ’χαρίκια (τα) = καλές ειδήσεις. Χρησιμοποιείται κυρίως σε ευχάριστες περιπτώσεις π.χ. αρραβώνες
Συνέχεια »Στινούρα
Στινούρα (η) = το πολύ στενό δρομάκι. π.χ. « ή στενούρα τ΄ Νταϊρούσ΄»
Συνέχεια »Ρίχνουμι
Ρίχνουμι (ρημ.) = πηδώ
Συνέχεια »Σακκούλ’
Σακκούλ’ (το) = Η σχολική τσάντα απο χοντρό πανί ή υφαντό. Την κρεμούσαν στον ώμο. Το ίδιο έπαιρναν και στα κάλαντα των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς για να βάζουν μέσα τα «κόλιαντα» και τα «σούρβα»
Συνέχεια »Ρουκόνω
Ρουκόνω (ρημ.) = χώνω
Συνέχεια »Σαλιάργια
Σαλιάργια (τα) = νόστιμα κοζανίτικα γλυκά σε σχήμα μελομακάρονου αλλά πιο μεγάλα και πασπαλισμένα με χοντρή ζάχαρη
Συνέχεια »Ροποτώ
Ροποτώ (ρημ.) = χοροπηδώ
Συνέχεια »Σουρίζου
Σουρίζου (ρημ.) = σφυρίζω
Συνέχεια »Πουλιμώ
Πουλιμώ (ρημ.) = πετάω κάτι μακριά
Συνέχεια »Παρα σ’καλνώ
Παρα σ’καλνώ (ρημα) = χάνω τα λογικά μου. Συνηθως λέγεται : « του παρα σ’κάλτσ’ν» : τό ΄χασε
Συνέχεια »Πιντάργια
Πιντάργια (τα) = παιδικό παιχνίδι της εποχής με κέρματα (πενηντάρια)
Συνέχεια »Παταρά
Παταρά (η) = μπάτσος, σφαλιάρα
Συνέχεια »