Ξιάγκλια (γυν. ονομα) = Αλεξάνδρα
Συνέχεια »Πατσ’ά
Πατσ’ά (η) = πατημασιά
Συνέχεια »Ξιάφ’
Ξιάφ’ (επιρ.) = ξυνό
Συνέχεια »Πασβάν’τς
Πασβάν’τς (ο) = ο Τούρκος χωροφύλακας
Συνέχεια »Ξυλέϊν΄ους
Ξυλέϊν΄ους (επιθ.) = ακαλλιέργητος
Συνέχεια »Ξικώ
Ξικώ (ρημ.) = ξεσκίζω
Συνέχεια »Ξιαρίζου
Ξιαρίζου (ρημ.) = καθαρίζω το χιόνι με το φτυάρι
Συνέχεια »Ξικουπή
Ξικουπή (εκφραση) «τόχου ξικουπή» κάτι που συνηθίζω και πραγματοποιώ σε τακτή ημερομηνία απο ανάγκη, υποχρέωση, συνήθεια ή τάμα.
Συνέχεια »Ξικλίαζου
Ξικλίαζου (ρημ.) = προκαλώ σε κάποιον κακέντρεχη, ευχαρίστηση με το δικό μου πάθημα.
Συνέχεια »Νταλακιάζω
Νταλακιάζω (ρημ.)= βαρυστομαχιάζω
Συνέχεια »Νεμιτσιά
Νεμιτσιά (η) = η Αυστρία
Συνέχεια »Νουβουρός
Νουβουρός (ο) = αυλή
Συνέχεια »Νάχτ’
Νάχτ’ (το) = τα μετρητά που δίνονταν σαν μέρος της προίκας
Συνέχεια »Νιμπιλμπί
Νιμπιλμπί (το) = στραγάλια
Συνέχεια »Ντουρλάπι
Ντουρλάπι (το) = κακοκαιρία (από το αρχαίο «Δρόλαπας -ες»)
Συνέχεια »Ντάμπαρα
Ντάμπαρα (επιρ.) = ορθάνοιχτη
Συνέχεια »
asxetos.gr 15 χρόνια χρηστικό περιεχόμενο