Δοξεύγω : τοξεύω .
ΔΟΞΕΥΩ
23 Ιανουαρίου, 2004Κρητικό Γλωσσάριο
Κατηγορίες με καταχωρήσεις που σας παρέχουν ένα πλούσιο υλικό από λεξικά όλων των ειδών και γλωσσάρια.Eλληνικό λεξικό, Kρητικό γλωσσάρι, το λεξικό της υγείας και Kοζανίτικο γλωσσάρι είναι μερικά από αυτά που εμπεριέχονται στην κατηγορία.Ένας θησαυρός λεξιλογίου και φράσεων.
23 Ιανουαρίου, 2004Κρητικό Γλωσσάριο
Δοξεύγω : τοξεύω .
23 Ιανουαρίου, 2004Κρητικό Γλωσσάριο
Ανονίδα : είδος αγριόχορτου .
23 Ιανουαρίου, 2004Κρητικό Γλωσσάριο
Ζάλο : βήμα, βηματισμός .
23 Ιανουαρίου, 2004Κρητικό Γλωσσάριο
Κρυγιός : κρύος .
23 Ιανουαρίου, 2004Κρητικό Γλωσσάριο
Νέφαλο : σύννεφο .
23 Ιανουαρίου, 2004Κρητικό Γλωσσάριο
Ντουχιουντισμένος : αυτός που βρίσκεται σε περισυλλογή.
23 Ιανουαρίου, 2004Κρητικό Γλωσσάριο
Ξόμπλι : το στολίδι .
17 Ιανουαρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Α καπέλα : χωρίς συνοδεία μουσικών οργάνων .
17 Ιανουαρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Ακρόαμα :ότι ακούει κανεί συνήθως σε δημόσιους χώρους ,και έχει χαρακτήρα ψυχαγωγικό (π.χ μουσικό κομμάτι , απαγγελία ).
17 Ιανουαρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Άκαρι: καθένα από μια ομάδα ζωυφίων ( όπως ο σκόρος , το τσιμπούρι ) , τα οποία έχουν τη μορφή μικροσκοπικής αράχνης και ζουν είτε ελεύθερα , τρεφόμενα με οργανικά υπολλείματα , είτε ως παράσιτα των φυτών , των ζώων και του ανθρώπου .
17 Ιανουαρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Ακαρίκωτο : το ύφασμα που δεν έχει καρικωθεί , που δεν του έχουν ράψει τις άκρες για να μην ξεφτύζει .
17 Ιανουαρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Ακαταλόγιστο : η έλλειψη ευθύνης για αξιόποινη πράξη , η έλλειψη καταλογισμού .
17 Ιανουαρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Ακατάλυτος : αυτός που δεν καταλύεται , που διατηρείται.
17 Ιανουαρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Άκερκος 🙁 για ζώα ) αυτός που δεν έχει ουρά .
17 Ιανουαρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Ακετόνη : το ασετόν .
17 Ιανουαρίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Ακηδής : αυτός που δεν έχει φροντίδες και μέριμνες . Αυτός που δεν φροντίζει , δεν δείχνει ενδιαφέρον .
asxetos.gr 15 χρόνια χρηστικό περιεχόμενο