Αερόγαμος : φυτό του οποίου η επικονίαση γίνεται από τη γύρη που μεταφέρει ο αέρας .
ΑΔΡΑΧΤΙ
Αδράχτι : το μεταλλικό ή ξύλινο κυλινδρικό εργαλείο για το γνέσιμο υφαντικού υλικού .
ΑΕΡΟΓΡΑΜΜΑ
Αερόγραμμα : η επιστολή της οποίας ο φάκελος θεωρείται το ίδιο χαρτί το οποίο είναι γραμμένη , εφόσον διπλωθεί κατά τέτοιον τρόπο ώστε στην εξωτερική πλευρά να αναγραφούν τα στοιχεία του αποστολέα και του παραλήπτη και να επικολληθεί το γραμματόσημο .
ΑΔΡΟΜΕΡΗΣ
Αδρομερής : αυτός που αναφέρεται σε αδρά , προέρχοντα , απολύτως βασικά χαρακτηριστικά .
ΑΕΡΟΔΥΝΟ
Αερόδυνο : κάθε αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα , που πετά με βάση τις αεροδυνάμεις . π.χ αεροπλάνο , ελικόπτερο ..
ΑΔΡΟΜΙΣΘΟΣ
Αδρόμισθος : αυτός που αμείβεται αδρά , με μεγάλο μισθό .
ΑΔΡΟΣ
Αδρός : αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλο μέγεθος , από επάρκεια .
ΑΕΙΠΑΡΘΕΝΟΣ
Αειπάρθενος : αυτή που διατηρεί την παρθενική αγνότητα σε όλη τη διάρκεια της ζωής ( ως προσφώνηση της Παναγίας ).
ΑΕΙΠΟΤΕ
Αείποτε : πάντοτε , διαρκώς … ανέκαθεν , από πάντα , από παλιά .
ΑΕΙΦΑΝΗΣ
Αειφανής : αυτός που είναι πάντοτε ορατός .
ΑΕΙΦΟΡΙΑ
Αειφορία : η βασική αρχή της δασοπονίας , που αποσκοπεί στην απόδοση του ίδιου ποσού δασικών προϊόντων ετησίως ή κατά περιόδους .
ΑΕΙΦΥΛΛΟΣ
Αείφυλλος : αυτός που διατηρεί πάντοτε το φύλλωμά του .
ΑΕΡΑΓΗΜΑ
Αεράγημα : το στρατιωτικό άγημα που μεταφέρεται με αεροπλάνο ή ελικόπτερο .
ΑΕΡΑΚΑΤΟΣ
Αεράκατος : σκάφος μικρού βυθίσματος που προωθείται με έλικα και διευθύνεται με πηδάλιο αεροσκάφους .
ΑΕΡΓΙΑ
Αεργία : το να μην εργάζεται κανείς με προσωπική του επιλογή ( κυρίως από τεμπελιά ).
ΑΕΡΙΟΦΩΣ
Αεριόφως : το φως που παράγεται από φωταέριο .