Εδραίος : αυτός που χαρακτηρίζεται από απόλυτη σταθερότητα, που δεν είναι
δυνατόν να κλονιστεί ή να μετακινηθεί.
Εδωδιμοπωλείο
Εδωδιμοπωλείο : εμπορικό κατάστημα στο οποίο πωλούνται τρόφιμα.
Εθελόδουλος
Εθελόδουλος : αυτός που εκούσια υποτάσσεται, που θεληματικά γίνεται ή μένει
δούλος, που ανέχεται τη δουλεία.
Εθελούσιος
Εθελούσιος : αυτός που συντελείται με τη θέληση του πράττοντος, που προκύπτει
από την ελεύθερη βούληση του ατόμου.
Εγκλιματίζω
Εγκλιματίζω : συνηθίζω ζωντανό οργανισμό να επιβιώνει και να αναπτύσσεται σε ξένο προς αυτόν κλίμα.
Εθιμοτυπία
Εθιμοτυπία : το σύνολο των κανόνων κοινωνικής συμπεριφοράς που έχουν επικρατήσει
και εφρμόζονται στις διάφορες εκδηλώσεις της κοιωννικής ζωής.
Εγκλίνομαι
Εγκλίνομαι : αποβάλλω τον τόνο μου ή τον αποβιβάζω στην τελευταία συλλαβή
της προηγούμενης λέξης.
Εθνικισμός
Εθνικισμός : υπερβολική και αποκλειστική προσήλωση προς την ιδέα του έθνους και
των εθνικών ιδεωδών με κύριο χαρακτηριστικό τη διάκριση των εθνών σε ανώτερα και
κατώτερα και τη διάθεση επιβολής των πρώτων στα δεύτερα.
Εγκόλπιο
Εγκόλπιο : περιληπτικό βιβλίο μικρού συνήθως σχήματος, που περιλαμβάνει βασικές
και εκλαϊκευμένες γνώσεις, οδηγίες, κανονισμούς κ.λπ. για ορισμένη επιστήμη,
τέχνη, διδασκαλία.
Εγκυκλοπαιδισμός
Εγκυκλοπαιδισμός : η συστηματική κια μέχρι υπερβολής προσπάθεια να αποκτήσει
κανείς εγκυκλοπαιδικές γνώσεις (συχνά για λόγους επιδεικτικούς και χωρίς κριτική
επεξεργασία τους).
Εγκύπτω
Εγκύπτω : σκύβω και εξετάζω με προσοχή (αντικείμενο ή γεγονός, κατάσταση, ζήτημα κ.τλ.), προσηλώνω το ενδιαφέρον μου σε κάτι.
Εγκύστωση
Εγκύστωση : η δημιουργία περιβλήματος (κύστη) από οργανισμό και η έγκλειση σε
αυτό, πράγμα που συνοδεύεται από ελάττωση των φυσιολογικών λειτουργιών του,
προκειμένου ο οργανισμό να αντιμετωπίσει παροδικές δυσμενείς συνθήκες του
περιβάλλοντος.
Εγκαιροφλεγής
Εγκαιροφλεγής : αυτός που αναφλέγεται εύκολα, στην κατάλληλη στιγμή.
Εγκαλλώπισμα
Εγκαλλώπισμα : οτιδήποτε για το οποίο μπορεί να κανείς να καμαρώνει, να καυχάται.
Εγκαταβίωση
Εγκαταβίωση : γενικά ο τρόπος ζωής, το πως ζει κανείς κάπου, η ζωή σε μονή, το να μανόζει, να ασκητεύει.
Εγκατασπείρω
Εγκατασπείρω : σκορπίζω στο χώρο, εκτοξεύω προς όλες τις κατευθύνσεις.
asxetos.gr 15 χρόνια χρηστικό περιεχόμενο