Αδαμαντοποίκιλτος : αυτός που είναι στολισμένος , διακοσμημένος με διαμάντια .
ΑΔΑΜΑΝΤΟΣΤΙΚΤΟΣ
Αδαμαντόστικτος : ο αδαμαντοστόλιστος .
ΑΔΕΛΦΟΠΟΙΤΟΣ
Αδελφοποιτός : αυτός που γίνεται αδελφός με κάποιον με τον οποίο δεν έχει συγγένεια , σε ειδική τελετή όπου αναμειγνύουν το αίμα τους ή δίνουν όρκους αγάπης .
ΑΔΕΡΦΟΜΟΙΡΑΔΙ
Αδερφομοιράδι : το μερίδιο κάθε αδερφού από τη μοιρασιά της πατρικής περιουσίας ή κληρονομιάς .
ΑΔΗΛΟΣ
Αδηλος : αυτός που δεν είναι φανερός .
ΑΔΗΡΙΤΟΣ
Αδήριτος : αυτός που δεν μπορεί να αγνοηθεί , που επιβάλλεται .
ΑΔΗΩΤΟΣ
Αδήωτος : αυτός που δεν λεηλατήθηκε , δεν ερημώθηκε από εχθρό .
ΑΓΓΡΙΖΩ
Αγγρίζω : Ερεθίζω
ΑΚΑΜΑΤΕΡΕΥΤΟ
Ακαματέρευτο ( ζώο ) : ζώο που δεν είναι ακόμη ζεμένο .
ΑΓΡΙΟΞΙΠΑΣΜΕΝΟΣ
Ο υπερβολικά υπερόπτης .
ΑΚΑΤΕΧΟΣ
Ακάτεχος : ο αδαής , ο άπειρος .
ΑΓΚΟΥΤΣΑΧΛΑΔΟΣ
Αγκουτσαχλάδος : κλαδί αγριαχλαδιάς .
ΑΚΗΔΕΥΤΟΣ
Ακήδευτος : ο αφρόντιστος .
ΑΓΚΡΙΓΙΟΣ
Αγκρίγιος : Ο άγριος .
ΑΚΟΥΓΩ ΜΥΡΩΔΙΑ
Μυρίζω .
ΑΓΝΑΦΤΟΣ
Ακατέργαστος (για δέρμα ) .
asxetos.gr 15 χρόνια χρηστικό περιεχόμενο