Ακροκαλορεξίζω : αρχίζω να έρχομαι στο κέφι .
ΑΕΛΙΑ
Αελιά : η αγγελάδα .
ΑΕΡΙΝΑΔΑ
Αερινάδα : το αεράκι .
ΑΘΙΒΟΛΗ
Αθιβολή : η κουβέντα .
ΑΘΟΠΙΤΑΡΟΥ
Η γυναίκα που κάθεται κοντά στο τζάκι για να ζεσταθεί .
ΑΒΓΟΡΙΖΕΙ
Αβγορίζει : φαίνεται κάτι από μακριά .
ΑΘΟΣ
Ο άθος : η στάχτη .
ΑΓΑΛΙ
Αγάλι : σιγά , σιγά
ΑΙΓΙΔΑ
Αιγίδα ; η ασπίδα .
ΑΓΓΟΥΡΟΣ
Αγγουρος : νέος
ΑΙΓΟΠΡΟΒΕ
Η αιγοπροβέ : η αιγοπροβιά .
ΑΓΓΡΙΖΩ
Αγγρίζω : Ερεθίζω
ΑΚΑΜΑΤΕΡΕΥΤΟ
Ακαματέρευτο ( ζώο ) : ζώο που δεν είναι ακόμη ζεμένο .
ΑΓΡΙΟΞΙΠΑΣΜΕΝΟΣ
Ο υπερβολικά υπερόπτης .
ΑΚΑΤΕΧΟΣ
Ακάτεχος : ο αδαής , ο άπειρος .
ΑΓΚΟΥΤΣΑΧΛΑΔΟΣ
Αγκουτσαχλάδος : κλαδί αγριαχλαδιάς .