Δύστηκτος : αυτός που τήκεται με δυσκολία, που δεν λειώνει εύκολα.
Εβαπορίτης
Εβαπορίτης : χημικό ίζημα το οποίο σχηματίζεται μετά την εξάτμιση του διαλυτικού μέσου και την απόθεση διαλυμένων αλάτων, όπως είναι ο γύψος, ο ανυδρίτης ή το ορυκτό άλας.
Δύστηνος
Δύστηνος : δυστυχής, άτυχος.
Εβενίδες
Εβενίδες : θάμνοι και δέντρα τροπικών περιοχών με χαρακτηριστικό σκούρο ξύλο.
Δυστοκία
Δυστοκία : δυσκολία κατά την πορεία του τοκετού.
Εγγαστρίμυθος
Εγγαστρίμυθος : το πρόσωπο που μπορεί να μιλά με ελάχιστη ή χωρίς καθόλου κίνηση των χειλιών του, ώστε η φωνή να φαίνεται ότι παράγεται από άλλη πηγή και όχι από τον πραγματικό ομιλούντα.
Δυστονία
Δυστονία : νευρολογική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από ισχυρούς ακούσιους μυϊκούς σπασμούς, οι οποίοι προκαλούν την επώδυνη καθήλωση του σώματος σε ορισμένη στάση.
Εγγειοβελτιωτικός
Εγγειοβελτιωτικός : αυτός που αποβλέπει στη βελτίωση της γεωργικής εκμετάλλευσης της γης, στην αύξηση της απόδοσης του εδάφους.
Δυστροφία
Δυστροφία : διαταραχή στην ανάπτυξη, που οφείλεται σε ελλιπή διατροφή ιστού, οργάνου ή και ολόκληρου το οργανισμού με τις συνακόλουθες αλλοιώσεις.
Δυσχεραίνω
Δυσχεραίνω : προβάλλω εμπόδια σε (κάτι), διαταράσσω την ομαλή διεξαγωγή του.
Δυσχρωματοψία
Δυσχρωματοψία : κάθε διαταραχή της όρασης, που συνδέεται με δυσκολία στη διάκριση ορισμένων χρωμάτων.
Δυσχρωμία
Δυσχρωμία : ανωμαλία στη χρωστική του δέρματος.
Δυσωδία
Δυσωδία : άσχημη και ανυπόφορη μυρωδιά.
Δυσώνυμος
Δυσώνυμος : αυτός που έχει βγάλει κακό όνομα και φήμη, που προκαλεί αποτροπιασμό και στο άκουσμα μόνο του ονόματος του.
Δυτικιστής
Δυτικιστής : ο δυτικόφιλος.
Δώθε ή εδώθε
Δώθε ή εδώθε : από αυτό το μέρος, από εδώ.
asxetos.gr 15 χρόνια χρηστικό περιεχόμενο