Δυσενδοκρινία : διαταραχή κατά τη διάνοιξη των ενδοκρινικών αδενών.
Δυσπραγία
Δυσπραγία : η έλλειψη άνεσης και ευρωστίας στο βιοτικό επίπεδο, η κατάσταση στενότητας και δυσχερειών.
Δυσεξίτηλος
Δυσεξίτηλος : αυτός που δύσκολα ξεβάφει, που δύσκολα χάνεται.
Δυσπρόσιο
Δυσπρόσιο : μεταλλικό στοιχείο λευκού χρώματος, σκληρό, δραστικό και δύστηκτο, το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως στην πυρηνική τεχνολογία.
Δυσεπίσχετος
Δυσεπίσχετος : αυτός που με δυσκολία ανακόπτεται και συγκρατείται.
Δυσηκοΐα
Δυσηκοΐα : δυσκολία στην ακοή, η κακή ακοή.
Δυσήλιος
Δυσήλιος : αυτός που δεν φωτίζεται από τον ήλιο, που δύσκολα τον βλέπει ο ήλιος.
Δυσήνιος
Δυσήνιος : αυτός που δύσκολα δέχεται χαλινάρι, αδάμαστος.
Δρόλαπας
Δρόλαπας : βροχή μαζί με σφοδρό αέρα.
Δρουγγάριος – δρουγγάρης
Δρουγγάριος – δρουγγάρης : αξιωματούχος του στρατού, του στόλου ή της δικαιοσύνης.
Δρωτσίλα
Δρωτσίλα : η εμφανίση εξανθημάτων στο δέρμα, που οφείλεται στη υπερβολική εφίδρωση κατά τις καλοκαιρινές ζέστες.
Δυναμό
Δυναμό : η συσκευή που παράγει συνεχές ηλεκτρικό ρεύμα και τροφοδοτεί μπαταρίες, όσο και ηλεκτρικές εγκαταστάσεις αυτοκινήτων.
Δουλόφρων
Δουλόφρων : αυτός που έχει φρόνημα και τρόπο ζωής δούλου.
Δύνη
Δύνη : μονάδα μετρήσεως της δύναμης που ασκείται σε μάζα γραμμαρίου, προκείμενου να μετακινηθεί με επιτάχυνση ένα εκατοστό ανά δευτερόλεπτο.
Δούναι
Δούναι : οι συναλλαγές, οι δοσοληψίες.
Δυσαισθησία
Δυσαισθησία : η κατάσταση, κατά την οποία από συνηθισμένα ερεθίσματα προκύπτουν δυσάρεστα αισθήματα.
asxetos.gr 15 χρόνια χρηστικό περιεχόμενο