Μενού
Αρχική / Εγκυκλοπαίδεια / Λεξικό – Γλωσσάρια (Σελίδα 17)

Λεξικό – Γλωσσάρια

Κατηγορίες με καταχωρήσεις που σας παρέχουν ένα πλούσιο υλικό από λεξικά όλων των ειδών και γλωσσάρια.Eλληνικό λεξικό, Kρητικό γλωσσάρι, το λεξικό της υγείας και Kοζανίτικο γλωσσάρι είναι μερικά από αυτά που εμπεριέχονται στην κατηγορία.Ένας θησαυρός λεξιλογίου και φράσεων.

Δυσγενεσία

Δυσγενεσία : το φαινόμενο κατά το οποίο από τη διασταύρωση διαφορετικών ειδών γεννιούνται απόγονοι στείροι μεταξύ τους και γόνιμοι με μέλη της πατρικής ή μητρικής γενιάς.

Δραγόνος

Δραγόνος : πολεμιστής του ελαφρού ιππικού, ο οποίος μαχόταν και ως στρατιώτης του πεζικού.

Δραχμοσυντήρητος

Δραχμοσυντήρητος : αυτός που συντηρείται με πενιχρούς οικονομικούς πόρους, που μπορεί να εξασφαλίσει ένα ελάχιστα ανεκτό βιοτικό επίπεδο.

Δρεπανοκύτταρο

Δρεπανοκύτταρο : το ερυθρό αιμοσφαίριο, του οποίου το σχήμα έχει παραμορφωθεί τόσο ώστε να μοιάζει με δρεπάνι λόγω ελαττώσεως του οξυγόνου του περιβάλλοντος του.

Δρίμες

Δρίμες : οι δαίμονες που κατά τις λαϊκές προλήψεις κάνουν κακό στα ρούχα, στους λουόμενους, τα αμπέλια κ.ά.

Δρόγη

Δρόγη : η ζωική ή φυτική πρώτη ύλη που χρησιμοποιείται για την παρασκευή φαρμάκων, επίσης, χαρακτηρισμός φαρμάκων.

Δρωτσίλα

Δρωτσίλα : η εμφανίση εξανθημάτων στο δέρμα, που οφείλεται στη υπερβολική εφίδρωση κατά τις καλοκαιρινές ζέστες.

Δολιχοκεφαλία

Δολιχοκεφαλία : η ανάπτυξη του ανθρώπινου κρανίου κατά τρόπον ώστε να είναι πολύ μακρύ σε σχέση με το πλάτος του.

Δόλιχος

Δόλιχος : δρόμος αντοχής μεγάλων αποστάσεων και μονάδα μήκους που ισοδυναμούσε με δώδεκα στάδια.

Δολομίτης

Δολομίτης : ανοιχτόχρωμο, συνήθως κιτρινωπό ή γκριζόλευκο ορυκτό, που αποτελείται από ανθρακικό ασβέστιο και μαγνήσιο και απαντά στη φύση κυρίως σε μορφή μικρών συμπαγών κρυστάλλων, χρησιμοποιείται στην οικοδομική, τη γλυπτική, τη δικοσμητική και ως πυρίμαχο υλικό.