Δομισμός : κοινή θεωρία ορισμένων επιστημών του ανθρώπου, η οποία προσεγγίζει τα ανθρώπινα πράγματα ως δομικά στοιχεία ενός όλου, που αλληλοπροσδιορίζονται με βάση συγκεκριμένους κανόνες.
Διωστήρας
Διωστήρας : ράβδος που μετατρέπει την παλινδρομική κίνηση σε περιστροφική μεταξύ δύο εξαρτημάτων αρθρωμένων στα άκρα της με παράλληλους άξονες.
Δόγα
Δόγα : κυρτή σανίδα βαρελιού.
Δισκοπάθεια
Δισκοπάθεια : κάθε πάθηση μεσοσπονδύλιων δίσκων της σπονδυλικής στήλης του ανθρώπου.
Δογματίζω
Δογματίζω : αποφαίνομαι με τρόπο που δεν επιδέχεται αντίρρηση.
Δισκοπρίονο
Δισκοπρίονο : ηλεκτροκίνητο πριόνι που περιλαμβάνει έναν οδοντωτό δίσκο, ο οποίος περιστρέφεται με μεγάλη ταχύτητα.
Δοθιήνας
Δοθιήνας : φλεγμονώδες, πυώδες, εξάνθημα του δέρματος.
Δισταυρία
Δισταυρία : σύστημα εκλογής υποψηφίων, κατά το οποίο επιτρέπεται, ανάλογα με την εκλογική περιφέρεια, η σημείωση σταυρού δίπλα στα ονόματα δύο μόνο υποψηφίων στο ψηφοδέλτιο κάθε συνδυασμού.
Δοιάκι
Δοιάκι : μοχλός που χρησιμοποιείται για την περιστροφή του πηδαλίου στα πλοία.
Δίστηλος
Δίστηλος : αυτός που έχει ή εκτείνεται σε δύο στήλες.
Δόκανο
Δόκανο : παγίδα για την σύλληψη θηραμάτων.
Διστομίαση
Διστομίαση : λοίμωξη του ανθρώπου και των μηρυκαστικών, την οποία προκαλούν τα παρασιτικά σκουλήκια τα οποία ονομάζονταιδίστομα και που εκδηλώνεται ανάλογα με την περίπτωση με διάρροια, φαγούρα κ.ά.
Δισχιδής
Δισχιδής : αυτός που είναι σχισμένος στα δύο, διχαλωτός.
Διττογραφία
Διττογραφία : η αντιγραφή συλλαβής, λέξης ή φράσεως δύο φορές από τον αντιγραφέα ενός κειμένου λόγω σφάλματος.
Διττός
Διττός : διπλός, αυτός που αποτελείται από δύο μέρη ή είναι δύο ειδών.
Διυλίζω
Διυλίζω : περνώ υγρό μέσα από φίλτρο, για να το απαλλάξω από ξένες ουσίες.
asxetos.gr 15 χρόνια χρηστικό περιεχόμενο