Διοσημία : φυσικό ή καιρικό φαινόμενο, που οι αρχαίοι αντιμετώπιζαν σαν μήνυμα από τους θεούς ή οιωνό που προανήγγελλε το μέλλον.
Διπλαρώνω
Διπλαρώνω : πλησιάζω κάποιον με υστερόβουλους σκοπούς.
Διπλογραφία
Διπλογραφία : η τήρηση λογιστικών βιβλίων με χρέωση ενός λογαριασμού και αντίστοιχη πίστωση άλλου.
Διπλωπία
Διπλωπία : η διαταραχή της όρασης, κατά την οποία ο ασθενής βλέπει τα αντικείμενα διπλά.
Δίλημμα
Δίλημμα : συλλογισμός που συνίσταται σε δύο αντιθετικές προτάσεις, από τις οποίες όποια και αν επιλεγεί θα έχει εξίσου θετικό ή αρνητικό αποτέλεσμα.
Διποδισμός
Διποδισμός : ο φυσικός βηματισμός του αλόγου, που γίνεται με διαδοχική ανύψωση και στήριξη των διαγώνιων ποδιών του.
Διμεταλλισμός
Διμεταλλισμός : νομισματικό σύστημα που ίσχυε μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα και βασιζόταν σε διπλό μεταλλικό νομισματικό κανόνα, δηλαδή στην παράλληλη χρήση χρυσού και αργυρού ως μέσου συναλλαγής.
Διπυρίτης
Διπυρίτης : κάτι που ψήθηκε δύο φορές, για να διατηρηθεί περισσότερο.
Διμήνι
Διμήνι : είδος σιταριού που θερίζεται δύο μήνες μετά τη σπορά του.
Δισάκι
Δισάκι : δύο μικροί σάκοι από ύφασμα ή δέρμα, ενωμένοι στο επάνω μέρος, για τη μεταφορά ατομικών ειδών.
Δικαιοπάροχος
Δικαιοπάροχος : αυτός που μεταβιβάζει δικαιώματα του σε άλλο.
Δικαιοπραξία
Δικαιοπραξία : η δήλωση της βούλησης προσώπου, η οποία αποσκοπεί στην παραγωγή έννομου αποτελέσματος.
Δικαιοστάσιο
Δικαιοστάσιο : προσωρινή αναστολή της λειτουργίας της δικαιοσύνης σε έκτακτες περιπτώσεις ύστερα από ειδική νομική ρύθμιση.
Δικανικός
Δικανικός : αυτός που αναφέρεται σε δίκη ή δικαστήριο.
Δικέλλα
Δικέλλα : εργαλείο για σκάψιμο, που έχει τη μία άκρη διχαλωτή.
Δικλίδα
Δικλίδα : η βαλβίδα που ρυθμίζει την κίνηση υγρού ή αερίου προς μία διεύθυνση, χωρίς να του επιτρέψει να αντιστρέψει πορεία.
asxetos.gr 15 χρόνια χρηστικό περιεχόμενο