Δικομανία : η μανία για δίκες, η υπερβολική επιθυμία να παρακολουθεί κανείς δίκες ή να προσφεύγει συχνά στη δικαιοσύνη.
Δικονομία
Δικονομία : το σύνολο των νομικών διατάξεων που ρυθμίζουν τη διαδικασία απονομής της δικαιοσύνης από τα δικαστήρια, καθορίζοντας τα όργανα, τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία παροχής νομικής προστασίας στα πρόσωπα των οποίων θίγονται τα δικαιώματα ή τα συμφέροντα.
Διηλεκτρικός
Διηλεκτρικός : αυτός που δεν είναι καλός αγωγός του ηλεκτρικού ρεύματος.
Δικράνι
Δικράνι : γεωργικό εργαλείο το οποίο αποτελείται από ξύλινο στέλεχος που απολήγει σε διχαλωτό άκρο και χρησιμοποιείται σε διάφορες γεωργικές εργασίες.
Διηνεκής
Διηνεκής : αυτός που διαρκεί για πάντα, χωρίς διακοπή.
Δίκωπος
Δίκωπος : αυτός που έχε δύο κουπιά.
Διηπειρωτικός
Διηπειρωτικός : αυτός που αναφέρεται σε δύο ή παραπάνω ηπείρους.
Δίλημμα
Δίλημμα : συλλογισμός που συνιστάται σε δύο αντιθετικές προτάσεις, από τις οποίες όποια και αν επιλεγεί θα έχει εξίσου θετικό ή αρνητικό αποτέλεσμα.
Διισχυρίζομαι
Διισχυρίζομαι : ισχυρίζομαι κάτι παρουσιάζοντας αναλυτικά τη σκέψη μου.
Δικαιικός
Δικαιικός : αυτός που σχετίζεται με το δίκαιο.
Δικαιοδόχος
Δικαιοδόχος : αυτός στον οποίο μεταβιβάζονται τα δικαιώματα άλλου.
Δικαιοπάροχος
Δικαιοπάροχος : αυτός που μεταβιβάζει δικαιώματα του σε άλλο.
Δικαιοπραξία
Δικαιοπραξία : η δήλωση της βούλησης προσώπου, η οποία αποσκοπεί στην παραγωγή έννομου αποτελέσματος.
Χτινάκια
Χτινάκια (τα) = οι κατώτεροι μεσόπλευροι μύες
Χαϊρσΐζ’
Χαϊρσΐζ’ (ο) = αχαϊρευτος, ανεπρόκοπος
Χιουνάτα
Χιουνάτα (γυν. όνομα) = Χιονία