Διαφορίζω : εκτελώ υπολογισμούς, για να βρώ το διαφορικό.
Διαχαράσσω
Διαχαράσσω : καθορίζω (τα όρια) χαράσσοντας γραμμές.
Διαχρονία
Διαχρονία : η μελέτη των φαινομένων μέσα στο χρόνο.
Διατελώ
Διατελώ : βρίσκομαι σε ορισμένη κατάσταση.
Διαχρωμία
Διαχρωμία : τεχνική για την μετατροπή του ασπρόμαυρου φιλμ σε έγχρωμο.
Μακαριστός , μακαρίτης , αξιομακάριστος
Το αρχαιοπρεπές μακαριστός κατά κυριολεξίαν σημαίνει αυτός που θεωρείται καλότυχος και ευλογημένος, χρησιμοποιείται για αποθανόντες ιερωμένους πχ “Ο μακαριστός αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος” .
Για τους μη ιερωμένους χρησιμοποιείται το μακαρίτης, που με τον θάνατό του γλύτωσε από τα βάσανα της ζωής. Επίσης συχωρεμένος, πεθαμένος. Μακαρίτης κατά κυριολεξία σημαίνει ευτυχισμένος. Από το αρχαίο μάκαρ, από όπου και το μακάριος.
Στην εκκλησιαστική γλώσσα χρησιμοποιείται εκτός από το μακαριστός, η λέξη αξιομακάριστος.
Τσιγκλίζου
Τσιγκλίζου (ρημ.) = πειράζω
Φάγουσα
Φάγουσα (η) = στοματίτιδα (αρρώστια)
Τηρώ
Τηρώ (ρημ.) = κοιτάω
Φιρχάν’
Φιρχάν’ (το) = κουρτίνα. Προέρχεται απο τη γερμαν. λεξη: Vorhang = κουρτίνα
Τσιούγκου
Τσιούγκου (το) = χέρι
Φαρμακουμένους
Φαρμακουμένους (επιθ.) = πικραμένος
Τζουγκαλνώ
Τζουγκαλνώ (ρημ.) = χτυπώ π.χ. την πόρτα
Τσαρκαλνώ
Τσαρκαλνώ (ρημ.) = πιτσιλώ
Τσαγκαρλίθρις
Τσαγκαρλίθρις (οι) = σπίθες
Τσιαρές
Τσιαρές (εκφρ.) = χρησ. η έκφραση «κάμου τσιαρέν» : κάνω συνφωνία, τα βρίσκω, κοιτάω την δουλεία μου