Ξιάφ’ (επιρ.) = ξυνό
Ξιάφ’
24 Φεβρουαρίου, 2007Κοζανίτικο γλωσσάριο
Κατηγορίες με καταχωρήσεις που σας παρέχουν ένα πλούσιο υλικό από λεξικά όλων των ειδών και γλωσσάρια.Eλληνικό λεξικό, Kρητικό γλωσσάρι, το λεξικό της υγείας και Kοζανίτικο γλωσσάρι είναι μερικά από αυτά που εμπεριέχονται στην κατηγορία.Ένας θησαυρός λεξιλογίου και φράσεων.
24 Φεβρουαρίου, 2007Κοζανίτικο γλωσσάριο
Ξιάφ’ (επιρ.) = ξυνό
24 Φεβρουαρίου, 2007Κοζανίτικο γλωσσάριο
Πασβάν’τς (ο) = ο Τούρκος χωροφύλακας
24 Φεβρουαρίου, 2007Κοζανίτικο γλωσσάριο
Ξυλέϊν΄ους (επιθ.) = ακαλλιέργητος
24 Φεβρουαρίου, 2007Κοζανίτικο γλωσσάριο
Ξικώ (ρημ.) = ξεσκίζω
24 Φεβρουαρίου, 2007Κοζανίτικο γλωσσάριο
Ξιαρίζου (ρημ.) = καθαρίζω το χιόνι με το φτυάρι
24 Φεβρουαρίου, 2007Κοζανίτικο γλωσσάριο
Ξικουπή (εκφραση) «τόχου ξικουπή» κάτι που συνηθίζω και πραγματοποιώ σε τακτή ημερομηνία απο ανάγκη, υποχρέωση, συνήθεια ή τάμα.
24 Φεβρουαρίου, 2007Κοζανίτικο γλωσσάριο
Ξικλίαζου (ρημ.) = προκαλώ σε κάποιον κακέντρεχη, ευχαρίστηση με το δικό μου πάθημα.
24 Φεβρουαρίου, 2007Κοζανίτικο γλωσσάριο
Ξινουμίζου (ρημ.) = εξοντόνω, σκοτώνω
24 Φεβρουαρίου, 2007Κοζανίτικο γλωσσάριο
Ξιγαργαλίζου (ρημ.) = ξελαγαρίζω, λευκαίνω τα ρούχα με έντονο πλύσιμο
24 Φεβρουαρίου, 2007Κοζανίτικο γλωσσάριο
Ορίζου (ρημ.) = κατέχω, κυβερνώ, αισθάνομαι ενα μέρος του σώματος
24 Φεβρουαρίου, 2007Κοζανίτικο γλωσσάριο
Ούτσαν = ταίργιασαν, συμφώνησαν
24 Φεβρουαρίου, 2007Κοζανίτικο γλωσσάριο
Ούδι έτσ’ απόμνιν (εκφραση) = έμεινε άφωνος, εντυπωσιάστηκε σε μεγάλο βαθμό
24 Φεβρουαρίου, 2007Κοζανίτικο γλωσσάριο
Ουρμινεύου (ρημ.) = συμβουλεύω, παιδαγωγώ
24 Φεβρουαρίου, 2007Κοζανίτικο γλωσσάριο
Πιαλώ (ρημ.) = τρέχω. Προέρχεται απο το αρχαίο «πιλαλώ : τρέχω»
24 Φεβρουαρίου, 2007Κοζανίτικο γλωσσάριο
Ξιδιαλέγου (ρημ.) = επιλέγω, ξεχωρίζω
24 Φεβρουαρίου, 2007Κοζανίτικο γλωσσάριο
Πλιαφώνου (ρημ.) = δέρνω