Νταλακιάζω (ρημ.)= βαρυστομαχιάζω
Νεμιτσιά
Νεμιτσιά (η) = η Αυστρία
Νουβουρός
Νουβουρός (ο) = αυλή
Νάχτ’
Νάχτ’ (το) = τα μετρητά που δίνονταν σαν μέρος της προίκας
Νιμπιλμπί
Νιμπιλμπί (το) = στραγάλια
Ντουρλάπι
Ντουρλάπι (το) = κακοκαιρία (από το αρχαίο «Δρόλαπας -ες»)
Ντάμπαρα
Ντάμπαρα (επιρ.) = ορθάνοιχτη
Νημόρ’
Νημόρ’ (το) = μνήμα, τάφος
Νουτίζου
Νουτίζου (ρημ.)= υγραίνομαι
Νάρκλα
Νάρκλα (η) = ψηλό σεντούκι με πόδια και επίπεδο καπάκι για τη φύλαξη του ψωμιού
Διαναφορά
Διαναφορά : Η αμοιβαία αναφορά μεταξύ στοιχείων του ίδιου κειμένου.
Διαρπάζω
Διαρπάζω : Αρπάζω βίαια.
Διανθίζω
Διανθίζω : Στολίζω με καλολογικά στοιχεία.
Διανόημα
Διανόημα : Αυτό που στοχάζεται.
Διανοουμενίστικος
Διανοουμενίστικος : Αυτός που μιμείται τα χαρακτηριστικά διανοουμένου, αυτός που χαρακτηρίζεται από επίφαση κουλτούρας.
Διάνος
Διάνος : Το πουλί γάλος, η αρσενική γαλοπούλα.
asxetos.gr 15 χρόνια χρηστικό περιεχόμενο