Διαπιστεύω : Ορίζομαι (από την κυβέρνηση)διπλωματικός εκπρόσωπος σε ξένο κράτος.
Διάπλαση
Διάπλαση : Η διαμόρφωση του ηθικοπνευματικού κόσμου.
Διαπλοκή
Διαπλοκή : Η στενή αλληλεξάρτηση.
Διαμέτρημα
Διαμέτρημα : Το μήκος της διαμέτρου.
Διαπρύσιος
Διαπρύσιος : Αυτός που διακηρύσσει κάτι με ιδιαίτερη θέρμη, με ένταση και παλμό.
Διαμήκης
Διαμήκης : Αυτός που εκτείνεται σε όλο το μήκος κάποιου πράγματος.
Διαπυούμαι
Διαπυούμαι : μαζεύω πύον (στην πληγή).
Διαμονητήριο
Διαμονητήριο : Η άδεια παραμονής.
Διάπυρος
Διάπυρος : Αυτός που έχει κοκκινίσει από την θερμότητα, αυτός που βρίσκεται σε υψηλή θερμοκρασία.
Διαναφορά
Διαναφορά : Η αμοιβαία αναφορά μεταξύ στοιχείων του ίδιου κειμένου.
Διαρπάζω
Διαρπάζω : Αρπάζω βίαια.
Διανθίζω
Διανθίζω : Στολίζω με καλολογικά στοιχεία.
Διανόημα
Διανόημα : Αυτό που στοχάζεται.
Διανοουμενίστικος
Διανοουμενίστικος : Αυτός που μιμείται τα χαρακτηριστικά διανοουμένου, αυτός που χαρακτηρίζεται από επίφαση κουλτούρας.
Μόλ’τσα
Μόλ’τσα (η) = σκόρος
Εκφραση = “μόλ΄τσα μι κουκούλ’ ” για γυναίκα στρίγγλα (χολέρα)
Μπουλάκιμ’
Μπουλάκιμ’ = μακάρι
asxetos.gr 15 χρόνια χρηστικό περιεχόμενο