Βαροκαμπανίζω: είμαι βαρύς στο ζύγισμα
Βαροκάρδιστη
Βαροκάρδιστη :κακή ψυχική διάθεση, στεναχώρια
Βατσιναμάτης
Βατσιναμάτης: αυτός που έχει στη μούρη του μαύρα στίγματα σαν τα βάτσινα (βατόμουρα).
Δασοπονία
Δασοπονία: κλάδος της δασολογίας που ασχολείται με την εφαρμογή των πορισμάτων της για τη διαχείριση και εκμετάλλευση των δασικών εκτάσεων προς όφελος του ανθρώπου
Δερβένι
Δερβένι: στενή διάβαση ανάμεσα σε βουνά.
Δασύλλιο
Δασύλλιο: μικρό δάσος
Δερβισόπαιδο
Δερβισόπαιδο: το πολύ καλό παιδί, που το θαύμαζαν για το χαρακτήρα του και τη λεβεντιά του.
Δασύνω
Δασύνω: γράφω η προφέρω φθόγγο με δασύ πνεύμα.
Δασύπους
Δασύπους: αυτός που έχει μαλλιαρά πόδια
Δαψιλής
Δαψιλής: άφθονος, πλουσιοπάροχος.
Δεδηλωμένος
Δεδηλωμένος: αυτός που έχει καταστήσει γνωστή, που έχει δηλώσει τη στάση του.
Δεκάζω
Δεκάζω: δίνω χρήματα ή δώρα, για να τους εξαγοράσω.
Δεκαημερία
Δεκαημερία: το χρονικό διάστημα δέκα ημερών
Δεκάκις
Δεκάκις: δέκα φορές.
Δεκαρολογώ
Δεκαρολογώ: χρηματίζομαι με αναξιοπρεπή και ανέντιμο τρόπο
Δεκάτη
Δεκάτη: το ένα δέκατο εισοδήματος, παραγωγής, προϊόντων ή άλλων αγαθών.